Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Twin Peaks ξανά, μετά 27 χρόνια




Ήταν 8 Απριλίου 1990 όταν το κοινό είδε για πρώτη φορά στην οθόνη του τους νωχελικούς τίτλους αρχής του Twin Peaks. Η υπνωτιστική ακολουθία εικόνων από τα τοπία και τις γωνιές της φανταστικής μικρής πόλης στα σύνορα των ΗΠΑ με τον Καναδά, σε συνδυασμό με την υπαινικτική μουσική του Angelo Badalamenti –που έχει γράψει τη δική της ιστορία – σίγουρα δεν προετοίμαζαν το κοινό γι’αυτό που θα ακολουθούσε. Ό,τι και να φανταζόταν κανείς ότι θα δημιουργούσε το σκοτεινό – μα πάντα δημιουργικό– μυαλό του David Lynch σε συνεργασία με τον Mark Frost στην πρώτη τους τηλεοπτική συνεργασία, σίγουρα δεν θα έπεφτε κοντά στο πραγματικό αποτέλεσμα. Κι αυτό γιατί η καλτ –πλέον– σειρά έπεσε σαν βόμβα σε μια εποχή που η αμερικανική τηλεόραση είχε να επιδείξει βήματα πρωτοπορίας μόνο στην φόρμα της κωμωδίας.

Εικοσιεπτά χρόνια μετά από εκείνη την ημέρα ετοιμαζόμαστε να υποδεχτούμε ξανά την τρίτη σεζόν της σειράς που έφερε τα πάνω κάτω (μεταφορικά και «κυριολεκτικά»). Όλοι αισθανθήκαμε ότι ολοκλήρωσε τον κύκλο της άδοξα και πριν την ώρα της, παρότι οι δημιουργοί της κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα από τα πιο ανατριχιαστικά φινάλε τηλεοπτικής σειράς που έχουν προβληθεί ποτέ στην μικρή οθόνη.

Η στιγμή που ο ντετέκτιβ του FBI, και υπεύθυνος των ερευνών της δολοφονίας της Λώρα Πάλμερ, χτυπάει το κεφάλι του στον καθρέφτη, όπου αντί για το είδωλό του έχει αντικρίσει το σκοτεινό πνεύμα που ήταν ένοχο για τη δολοφονία έχει καταγραφεί ως μια από τις καλύτερες τηλεοπτικές στιγμές. Η μορφή του πνεύματος είναι ανθρώπινη, με άσπρα, μακριά μαλλιά και κρυστάλλινο βλέμμα που φαίνεται να διαπερνά την οθόνη. Και ο ηθοποιός που τον υποδύεται δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός, αλλά ένα μέλος του συνεργείου που φάνηκε η αντανάκλασή του σε έναν καθρέφτη κατά τη διάρκεια ενός πλάνου στο οποίο η μητέρα της Λώρα Πάλμερ ούρλιαζε. Άρεσε τόσο στον David Lynch που αποφάσισε όχι μόνο να μην κάνει δεύτερη λήψη της σκηνής, αλλά και να χρησιμοποιήσει το μέλος του συνεργείου για την ενσάρκωση του απόλυτου κακού.

Αυτή την ανεκδοτολογική ιστορία εντοπίσαμε σε ένα παλαιότερο άρθρο του περιοδικού Little White Lies (Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 2010) που προωθήθηκε εκ νέου λόγω της επικείμενης επιστροφής της σειράς.

Όταν οι Lynch και Frost πρότειναν την σειρά στους υπευθύνους του καναλιού είχαν στο νου τους να φτιάξουν κάτι «παράξενο και ανατρεπτικό» και να «εισαγάγουν μια δόση τρέλας στη mainstream τηλεόραση». Το αποτέλεσμα πρέπει να τους βρήκε ευχαριστημένους και δικαιωμένους, καθώς το Twin Peaks είναι τόσο ιδιαίτερο που είναι ακατάτακτο. Η δολοφονία που πρέπει να εξιχνιαστεί χαρίζει στη σειρά έντονα στοιχεία μυστηρίου, αλλά ταυτόχρονα οι έρευνες δίνουν αφορμή να πλησιάσουμε τους χαρακτήρες της μικρής πόλης, να παρατηρήσουμε τις συμπεριφορές τους και να ξεσκεπαστούν τα –ένοχα και μη– μυστικά τους. Οι σχέσεις αναπτύσσονται έτσι που, σε συνδυασμό με το παίξιμο των ηθοποιών, θυμίζουν τις σαπουνόπερες της εποχής, αλλά γίνεται με έναν ειρωνικό, σατιρικό και σχεδόν προβοκατόρικο τρόπο. Τέλος, υπάρχουν στοιχεία του μεταφυσικού τα οποία όμως εντάσσονται αρμονικά και γίνονται η αφορμή ενός αναστοχασμού για τη σχέση του καλού με το κακό. Ένας από τους πιο εύστοχους χαρακτηρισμούς για το είδος της σειράς δόθηκε από τον Λευτέρη Καλοσπύρο από αυτές εδώ τις σελίδες: «Μια αβάν-γκαρντ σαπουνόπερα» (26.10.2014).

Ο τρόπος που δούλευε ο Lynch ήταν το ίδιο εξεζητημένος με το σενάριο που είχε στα χέρια του. Πολλές φορές μετέβαλλε τους χαρακτήρες και τα γνωρίσματά τους για να ταιριάζουν σε συγκεκριμένους ηθοποιούς που είχε στο μυαλό του, αντί να κάνει το αντίθετο. Έδωσε τους ρόλους στους δύο βασικούς πρωταγωνιστές του επιτυχημένου μιούζικαλ West Side Story επειδή ήθελε να τους δει μαζί στην οθόνη. Και παρότι όλοι όσοι συμμετείχαν αντιλαμβανόταν ότι έπαιρναν μέρος σε κάτι σπουδαίο, φοβόταν ότι δεν θα έβρισκε χώρο στον προγραμματισμό του καναλιού γιατί «φαινόταν πολύ ακατανόητο», όπως εξομολογείται ο πρωταγωνιστής Kyle MacLachlan.

Το Twin Peaks τελικά επιλέχθηκε να προβληθεί, αλλά μόλις για μια σεζόν επτά επεισοδίων. Ο Lynch διεκδίκησε απόλυτη δημιουργική ελευθερία, σκηνοθέτησε πολλά από τα επεισόδια τα οποία είχε συν-γράψει μαζί με τον Mark Frost. Η επιτυχία ήταν τέτοια που έφτασε σε τηλεθέαση το Super Bowl (τελικός του πρωταθλήματος αμερικανικού ποδοσφαίρου). Η δημιουργική σφραγίδα του David Lynch ήταν αρκετή για να αποκτήσει η σειρά την κατάλληλη «από στόμα σε στόμα» δυναμική και η παρακολούθησή της να γίνει σχεδόν απαραίτητη, καταρρίπτοντας τους φόβους που υπήρχαν ότι οι θεματικές που πραγματεύεται ήταν τόσο σκοτεινές και προκλητικές που θα αντιδρούσε το συντηρητικό τηλεοπτικό δίκτυο.

Κάθε επεισόδιο έδινε και μια διαφορετική τροπή στην υπόθεση της δολοφονίας της Λώρα Πάλμερ, αλλά ταυτόχρονα γεννιούνταν κι άλλες απορίες, ξεπηδούσαν κι άλλα μυστήρια τα οποία σταδιακά έφτασαν να απασχολούν το κοινό εξίσου με την επίλυση της δολοφονίας. Παρότι η σειρά είχε στοιχεία σαπουνόπερας, ο Lynch δεν έκανε εκπτώσεις στη δημιουργικότητά του και γέμιζε κάθε σεκάνς με εικόνες και ακολουθίες που οι θεατές ένιωθαν πως έχουν κάτι αλληγορικό ή πως κρύβουν κάποιους συμβολισμούς που έπρεπε να αποκρυπτογραφηθούν και αυτό ενέτεινε την μανία της παρακολούθησής του. «Το ότι το παρακολουθούσες όμως δεν εξασφάλιζε την κατανόησή του», σημειώνεται στο άρθρο του Little White Lies. Ακόμα και οι ηθοποιοί δεν ήξεραν τι ακριβώς τους επιφύλασσαν ο Lynch και ο Frost για τους χαρακτήρες τους. Σε κάθε γύρισμα έπαιρναν αποκλειστικά τις σελίδες του σεναρίου που τους αφορούσαν και το τελικό αποτέλεσμα το παρακολουθούσαν μαζί με το τηλεοπτικό κοινό.

Με το φινάλε της πρώτης σεζόν οι υπεύθυνοι του τηλεοπτικού δικτύου ανανέωσαν τη σειρά για 22 επεισόδια με μία μόνο προϋπόθεση: να αποκαλυφθεί γρήγορα ο δολοφόνος της Λώρα Πάλμερ. Το δημιουργικό ντουέτο αντέδρασε, καθώς προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να προστατεύσει την ταυτότητα του ενόχου σε τέτοιο βαθμό που κάποιες φορές έγραφαν και γύριζαν ψεύτικες σκηνές για να μπερδέψουν τους συντελεστές. Για την τελική αποκάλυψη είχαν γυρίσει τρεις εκδοχές με διαφορετικούς δολοφόνους στην κάθε μία, και μόνο στο τέλος αποκάλυψαν ποια είναι η «σωστή». Μαζί με την πολυαναμενόμενη αποκάλυψη ήρθε και η έλλειψη ενδιαφέροντος του κοινού. Την ίδια στιγμή ο Lynch και ο Frost εγκατέλειψαν το δημιουργικό κομμάτι επιστρέφοντας μόνο για το τελευταίο επεισόδιο όπου παρέδωσαν ένα υποδειγματικό φινάλε σκηνοθετημένο από τον Lynch το οποίο άφησε πολλές ανοιχτές υποθέσεις. Ούτε αυτό όμως ήταν αρκετό για να ανανεωθεί η σειρά για μια τρίτη σεζόν.

Η κληρονομιά που άφησε πίσω της αυτό το σκοτεινό αριστούργημα δύσκολα μπορεί να αποτιμηθεί πλήρως. Η σημερινή «χρυσή» περίοδος της τηλεόρασης οφείλει πολλά στο Twin Peaks, όχι τόσο για την αισθητική του, όσο γιατί κατέδειξε, σε μια άγουρη εποχή, ότι το κοινό έχει απεριόριστα όρια ανοχής στη δημιουργία, αρκεί να του προσφέρεις κάτι που του προκαλεί το ενδιαφέρον και δεν το υποτιμά.

Σε μια εποχή που οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και το ίντερνετ δεν ήταν παρά ελάχιστα διαδεδομένα, υπήρχαν δεκάδες φόρουμ αφιερωμένα στο Twin Peaks. «Στη μέση της πρώτης σεζόν ήρθε κάποιος και μου άφησε 500 σελίδες από συζητήσεις για το Twin Peaks που γινόταν σε αυτά τα φόρουμ», εξομολογείται ο Mark Frost. Και αυτό δεν σταμάτησε στιγμή από τότε. Ακόμα και σήμερα δεκάδες είναι οι ενεργοί ιστότοποι που φιλοξενούν απόψεις, θεωρίες και ανησυχίες των φανατικών οπαδών της σειράς – παλαιών και νέων. Στα χρόνια που ακολούθησαν το κοινό πολλαπλασιάστηκε όχι μόνο λόγω του καλτ χαρακτήρα της σειράς, αλλά και γιατί, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι που ασχολούνται με την ποπ κουλτούρα την κατατάσσουν εκεί που της αξίζει: στο πάνθεον των τηλεοπτικών σειρών.

Όσο πλησιάζει η 21η Μαΐου η ανυπομονησία μεγαλώνει. Τη στιγμή όμως που θα συναντήσουμε ξανά στους τίτλους αρχής την πινακίδα «Καλωσήρθατε στο Twin Peaks - Πληθυσμός 51201», θα είμαστε καθυσυχασμένοι γιατί θα έχει εκπληρωθεί η υπόσχεση που έδωσε η Λώρα Πάλμερ στον Πράκτορα Κούπερ στο τελευταίο επεισόδιο: «Θα σε συναντήσω ξανά σε εικοσιπέντε χρόνια».


Διαβάστε: 


Δημοσιεύτηκε σε μικρότερη εκδοχή στην Καθημερινή, Τέχνες και Γράμματα, 25.03.2017 

Δεν υπάρχουν σχόλια: