Τετάρτη 13 Μαΐου 2009

Συντροφιά μ’ ένα βιβλίο

Tης Mαριαννας Tζιαντζη

Πόσα απίδια πιάνει ο σάκος σας, πόσο Ντίκενς και πόσο Γιάννη Μαρή χωράει το Kindle ή το e-Reader σας; Το ηλεκτρονικό βιβλίο –για την ακρίβεια, η φορητή συσκευή ανάγνωσης βιβλίων σε οθόνη– παραμένει είδος πολυτελείας, αλλά αργά ή γρήγορα θα γίνει είδος πλατιάς κατανάλωσης, όπως συνέβη με το κινητό τηλέφωνο.

Τα τεχνικά χαρακτηριστικά μιας τέτοιας συσκευής είναι εντυπωσιακά, αφού αυτή ζυγίζει περίπου όσο ένα μπαρμπουνάκι, χωράει καμιά διακοσαριά τίτλους, ενώ ο χρόνος που μεσολαβεί από την παραγγελία μέχρι το «κατέβασμα» ενός βιβλίου (και τη χρέωση της πιστωτικής μας κάρτας) είναι λιγότερος από ένα λεπτό.

Οmnia mecum porto, πάντα μετ’ εμού φέρω. Η ηλεκτρονική συσκευή ανάγνωσης, το οπτικό ισοδύναμο του ΜΡ3 player, μας επιτρέπει να ταξιδεύουμε ανάλαφροι – και ανεξιχνίαστοι. Δεν θα μας δυσαρεστούσε μια υπερατλαντική πτήση ή ένα ταξίδι με τον Υπερσιβηρικό με ένα e-book στις αποσκευές μας. Επιπλέον, κάθε βιβλίο που αφαιρείται από τη συσκευή δεν πολτοποιείται αλλά μπορεί να μεταφερθεί στην προσωπική ψηφιακή μας βιβλιοθήκη.

Ομως τα βιβλία μάς επιβάλλονται και με την υλικότητά τους, ιδίως αυτά που έχουν ζήσει τη ζωή τους. Οι παράλληλες ζαρωματιές στη ράχη τους, οι τσακισμένες και ξανά ισιωμένες σελίδες τους, οι βαρύγδουπες, οι τυπικές αλλά και οι συγκινητικές αφιερώσεις, το κιτρίνισμα του χαρτιού, οι υπογραμμίσεις, τα απλοϊκά σημαδάκια του δέους (τα θαυμαστικά, οι αστερίσκοι, «καλά τα λες, φίλε, Φρειδερίκε Νίτσε»), τα αρχικά του κατόχου τους, η ημερομηνία της αγοράς τους, ακόμα και η παλιά τιμή σε δραχμές είναι γοητευτικά συστατικά αυτής της υλικότητας. Ενας παλιός τσελεμεντές με αποτυπώματα από ζυμάρι στο εξώφυλλο, με εικόνες που ένα παιδικό χεράκι είχε πασπαλίσει με κακάο μοιάζει με χάρτη θησαυρού σε πειρατική ταινία. Αγαπάμε τους φίλους μας με τα ελαττώματά τους, τις ρυτίδες, τις ατέλειες και τα χούγια τους – και αγαπάμε τα γερασμένα βιβλία, όπως θα αγαπήσουμε και τα εξαντλημένα, τα εκτός εμπορίου βιβλία του παρελθόντος που θα επιστρέψουν με ψηφιακή μορφή.

Το ψηφιακό και το τυπωμένο βιβλίο είναι συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά, λένε οι πιο ψύχραιμες φωνές. Το χάσμα δεν βρίσκεται ανάμεσα στο δικτυωμένο και το αδικτύωτο σπίτι, αλλά ανάμεσα στα παιδιά που οι γονείς τους τους έχουν μεταδώσει τη συνήθεια της ανάγνωσης την αγάπη για το βιβλίο και στα παιδιά που αφέθηκαν στην τύχη τους μπροστά σε μια οθόνη τηλεόρασης ή υπολογιστή. Εδώ δεν ισχύει το «όποιος ποτέ του δεν διάβασε, θα διαβάσει στο (ψηφιακό) φως».

Σε λίγους μήνες ή χρόνια θα υποκύψω στον πειρασμό, θα αποκτήσω κι εγώ ένα ηλεκτρονικό υπερ–κιτάπι, όμως ταλαντεύομαι ως προς τους τίτλους που θα πρωτοδιάλεγα. Μάλλον στην αρχή θα γύρευα τα απολωλότα βιβλία, αυτά που είχα διαβάσει στα εφηβικά και στα πρώτα νεανικά χρόνια μου και ύστερα χώρισαν οι δρόμοι μας. Και μετά το προσκλητήριο παλαιών συγκινήσεων, θα βλέπαμε. Πάντως, το 1992, ο Στίβεν Χόκινγκ, όταν τον κάλεσαν στην ιστορική ραδιοφωνική εκπομπή του ΒΒC «Δίσκοι για έρημα νησιά» και τον ρώτησαν ποιο βιβλίο θα ήθελε να είχε μαζί του αν βρισκόταν μόνος σε ένα ερημονήσι, απάντησε το «Middlemarch» της Τζορτζ Ελιοτ.

Μια ηλεκτρονική συσκευή ανάγνωσης θα ήταν ιδανική συντροφιά για ένα ναυαγό ή ένα βαρυποινίτη ή έναν αστροναύτη ξεχασμένο στο Διάστημα. Μήπως όμως με τη σταδιακή εξαφάνιση του παραδοσιακού βιβλιοπωλείου (όπως και του δισκοπωλείου ή της κινηματογραφικής αίθουσας) και με την ολοκληρωτική ψηφιοποίηση του γραπτού λόγου, δεν θα μοιάζουμε κι εμείς λιγάκι με ναυαγούς που στέλνουν σήματα καπνού σε άλλους ομοιοπαθούντες;


Δημοσιεύτηκε στις 26-4-09,στην Καθημερινή