Tου Παντελη Μπουκαλα
Mάλλον δεν έχει απομείνει μέρα του χρόνου που να μην είναι αφιερωμένη σε κάποιον ή σε κάτι, για να δημιουργηθεί έτσι ένα δεύτερο εορταστικό ημερολόγιο, παράλληλο του χριστιανικού. Κάπως σαν ξυπνητήρια μνήμης προσπαθούν να λειτουργήσουν οι αφιερώσεις αυτές, αλλά δεν το καταφέρνουν πάντοτε, έτσι όπως η μνήμη βομβαρδίζεται από πληροφορίες και καθηκοντολόγια, και δεν προλαβαίνει να τα αξιολογήσει και να τα αφομοιώσει. Η 21η Μαρτίου κάθε έτους πάντως πρέπει να κατέχει το ρεκόρ: έχει τριπλό αφιερωματικό περιεχόμενο. Για την UNESCO, που έλαβε τη σχετική απόφαση το 1999, είναι η Ημέρα της Ποίησης, μόνο που όσο η ποίηση αντιμετωπίζεται σαν έκτακτο, υπερευαίσθητο γεγονός, άρα χρήζον προστασίας, θα δυσκολεύεται να αιμοδοτήσει τη ζωή μας. Για τον ΟΗΕ η 21η Μαρτίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων, ύστερα από απόφαση της Γενικής Συνέλευσης το 1966· ο ΟΗΕ επέλεξε τη μέρα αυτή εις ανάμνηση της σφαγής από την αστυνομία της ρατσιστικής τότε Νότιας Αφρικής εβδομήντα φοιτητών στην πόλη Σάρπβιλ, που διαδήλωναν εναντίον του απαρτχάιντ. Τέλος, για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας η 21η Μαρτίου είναι η Ημέρα του Υπνου - κι ας ελπίσουμε ότι ο ΠΟΥ διάλεξε στην τύχη τη μέρα αυτή ως «υπναλέα» και όχι με την πρόθεση του σαρκασμού, για να υπαινιχθεί είτε ότι οι Μούσες καθεύδουν είτε ότι τα αντιρατσιστικά μας αισθήματα έχουν περιπέσει σε νάρκη.
Μιας και το καλούσε η χθεσινή ημέρα, λοιπόν, αλλά και επειδή, καθώς είπαμε, η μνήμη φαίνεται να γράφει επί ύδατος ή να δουλεύει ώρες ώρες με εργαλείο της τη γομολάστιχα κι όχι το μολύβι ή το καλέμι, ας ξαναθυμηθούμε ποιήματα εγρήγορα και τίμια. Ας ξανασταθούμε δηλαδή, με όση τιμιότητα μπορούμε κι εμείς, σε λίγους στίχους, νεοελληνικούς ή αρχαίους, που κηρύσσουν το αυτονόητο, την ισότητα των ανθρώπων, ένα αυτονόητο σφοδρότατα αμφισβητούμενο ωστόσο στο πέρασμα των αιώνων. Με τη γνώση ακριβώς ότι τα αυτονόητα είναι πρωτίστως εκείνα που βλέπουν το νόημά τους να διασπαθίζεται, να διαβάλλεται, να φυραίνει, οι ποιητές υποδεικνύουν ως μήτρα της ισότητας των ανθρώπων ό,τι πιο κοινό έχουν: την προέλευσή τους αφενός (από το χώμα, το Χάος, το τίποτε ή τον Δημιουργό, ανάλογα με τη θρησκευτική πίστη του καθενός και την κοσμογονία και ανθρωπογονία της επιλογής του), το τέλος τους αφετέρου, το θάνατο, αυτόν τον μέγα εξισωτή. «Ει δε Σύρος, τι το θαύμα; Μίαν, ξένε, πατρίδα κόσμον ναίομεν, / εν θνατούς πάντας έτικτε Χάος», συμπεραίνει λοιπόν ο Μελέαγρος, ποιητής του 2ου/1ου αιώνα π.Χ. από τα Γάδαρα της Συρίας. Δηλαδή: «Κι αν είμαι Σύρος, πού το παράδοξο; Πατρίδα μία, ξένε, μοιραζόμαστε: τον κόσμο. / Το Χάος όλους μάς εγέννησε». Το Χάος αυτό (το ένα μέλος τής κατά Ησίοδο πρώτιστης τριάδας, μαζί με τον Ερωτα και τη Γαία), μπορεί ν’ ακούει σε χίλια μύρια ονόματα, όσες και οι θεογονίες/ανθρωπογονίες που σχεδίασε ο ανθρώπινος νους στη διάρκεια των χιλιετιών για να αφηγηθεί τον κόσμο, να τον ερμηνεύσει και πιθανόν να του δώσει κάποιο νόημα. Πολίτης αυτού του κόσμου, «κόσμιος», και όχι Αθηναίος ή Κορίνθιος ή οτιδήποτε άλλο προτιμούσε να δηλώνει, περίπου δύο αιώνες μετά τον Μελέαγρο, ο στωικός φιλόσοφος Επίκτητος, ακολουθώντας ρητά το παράδειγμα του Σωκράτη, ξέρουμε όμως πόσο έχει αδικηθεί, μέχρις απαξιώσεως, ο όρος «κοσμοπολίτης». Ο χριστιανισμός τίμησε όλως ιδιαιτέρως τον Επίκτητο, αλλά στους κόλπους του ο λόγος του κατάντησε κενός νοήματος, όπως βέβαια κι ο λόγος του Αποστόλου Παύλου, που για να πείσει τους στωικούς και τους επικούρειους της Αθήνας, τους διαβεβαίωσε πως ο δικός του θεός, ο «άγνωστος», «εποίησε εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων». Αλλά ξέρουμε επίσης πόσο χωριστικά, πόσο φυλετικά, έδρασε εντέλει ο χριστιανισμός, όπως κάθε θρησκεία.
Σε χρόνους κοντινούς μας, φορτωμένους από αναρίθμητες απογοητεύσεις, ένας άλλος ποιητής, ο Νίκος Εγγονόπουλος, επιλέγει να σταθμεύσει όχι στην κοινή ρίζα των ανθρώπων αλλά στο αναπόδραστο τέλος, για να αναδείξει το εφήμερο της ζωής ως «τερατώδες κοινό γνώρισμα τ’ ανθρώπου». Παραθέτω το ποίημα από τη συλλογή «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες»: «αλήθεια -των αδυνάτων αδύνατο- / ποτές δεν εκατάφερα να καταλάβω / αυτά τα όντα που δεν βλέπουνε / το τερατώδες κοινό γνώρισμα τ’ ανθρώπου / το εφήμερο της παράλογης ζωής του - / κι ανακαλύπτουνε διαφορές / -γιομάτοι μίσος- διαφορές / σε χρώμα δέρματος φυλή / θρησκεία». Οργισμένος ακούγεται εδώ ο ποιητής, με την οργή του να στρέφεται τόσο κατά του θεωρητικού της φυλετικής υπεροχής, του Γάλλου κοινωνιολόγου και διπλωμάτη Αρθούρου Ιωσήφ Γκομπινώ (ο αποκαλυπτικός των αντιλήψεών του τίτλος ενός έργου του, «Δοκίμιο περί της ανισότητας των ανθρωπίνων φυλών», χρησιμοποιείται σαρκαστικά ως τίτλος και του ποιήματος του Εγγονόπουλου), όσο και κατά του «πρακτικού» της, του Χίτλερ: «ξεχνιέται ο Αδόλφος Χίτλερ;» ρωτάει στον υπότιτλο του ποιήματός του ο Εγγονόπουλος, κι εκείνο που θέλει να πει, εκείνο που λέει, είναι να μην ξεχάσουμε τον Χίτλερ· να μην τον ξεχάσουμε γιατί η λήθη είναι αφενός συχωροχάρτι για τον αρχιναζιστή και αφετέρου άλλοθι για τα ναζιστοειδή που γεννήθηκαν και συνεχίζουν να γεννιούνται στο κατόπι του σε πολλές χώρες, και στη δική μας επίσης· γιατί κι εμείς ακούμε και διαβάζουμε τους πνευματικά φαιοχίτωνες να λένε πως ο Χίτλερ έπραξε σοφά, ή πάλι να τον «ψέγουν» για ένα μόνο: που δεν ξεπάστρεψε όλους τους Εβραίους, και γενικά όλους όσοι ανήκουν σε «κατώτερες» φυλές, ασπάζονται «κατώτερες» ιδεολογίες ή είναι παιδιά «κατώτερων» θεών.
Ενα ποίημα «μετά το Αουσβιτς» απαρτίζουν οι στίχοι του Νίκου Εγγονόπουλου, κι ας είχε ήδη ειπωθεί ότι μετά το Αουσβιτς, μετά την τερατωδία, δεν γίνεται να υπάρξει ποίηση, δεν είναι νοητή, ίσως ίσως δεν είναι καν ηθική. Και νοητή είναι βέβαια και ηθική η ποίηση. Λυσιτελής δεν είναι, αφού μετράει την αποτελεσματικότητά της ίση με την αποτελεσματικότητα των θρησκειών που θέλησαν να είναι οικουμενικές, δίχως διακρίσεις φυλής, και κατέληξαν να ευλογούν τον αφανισμό «κατώτερων φυλών», ίση των ανθρωπιστικών φιλοσοφικών θεωριών που κήρυξαν την ισότητα, ίση και με των πολιτικών συστημάτων που δοκίμασαν να θεσπίσουν την ισότητα και την αδελφότητα, για να πνιγούν στο αίμα. Οχι, τα ποιήματα δεν μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, να ανακόψουν τη μισαλλοδοξία, να ορθώσουν τείχη στο ρατσισμό, να πείσουν μια πολιτεία έστω για το απλούστερο: ότι άνθρωποι που γεννήθηκαν στα χώματά της, μεγάλωσαν σ’ αυτά, σπούδασαν και δουλεύουν, δικαιούνται πια την υπηκοότητα. Το ξέρουμε. Μόνο σαν ξυπνητήρια μνήμης μπορεί να λειτουργήσουν τα ποιήματα. Αρκεί να μην τ’ ακούμε μόνο την Ημέρα της Ποίησης που τυχαίνει να είναι και Ημέρα κατά του Ρατσισμού.
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 22-03-2009