Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θανάσης Βαλτινός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θανάσης Βαλτινός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Ξενοκράτους

Εγώ σε λαϊκές δεν πηγαίνω. Η μόνη μου επίσκεψη τα τελευταία χρόνια ήταν μία Παρασκευή του περασμένου Νοέμβρη, σε αυτήν της Ξενοκράτους. Μέχρι να φτάσουμε γκρίνιαζα και παραπονιόμουν για τη ανηφορική διαδρομή. Δεν ήταν τόσο άσχημα τελικά. Στη μέση περίπου των πάγκων, φορτωμένος με σακούλες είδα τον Θανάση Βαλτινό να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση. Είχα την αντίδραση που έχω όποτε βλέπω κάποιον που θαυμάζω. Έμεινα ακίνητος στη θέση μου και άρχισα να λέω στη Χ. "Ο ΒΑΛΤΙΝΟΣ! Ο ΒΑΛΤΙΝΟΣ!". Ευτυχώς εκείνος ήταν αρκετά διακριτικός και δεν φάνηκε να δυσφορεί. Δεν του είπα πόσο τον θαυμάζω, πόσο μου αρέσει το πώς γράφει, πώς προσπαθώ να συνδυάζω το ότι θέλω να διαβάσω όλα του τα βιβλία αμέσως, με το ότι τα διαβάζω σιγά-σιγά για να μην τελειώσουν, ούτε πόσο μου αρέσει το μινιμαλιστικό στυλ του και τα κοφτά, συνήθως αναπάντεχα, φινάλε των ιστοριών του, που τις περισσότερες φορές δεν είναι πάνω από μία γραμμή. Αυτές τις μέρες διαβάζω το "Κρασί και νύμφες", που έχει μικρά κείμενα τα οποία έχει γράψει σε διάφορα έντυπα τα τελευταία 40 χρόνια. Σε αυτά άρχισα να θαυμάζω και τον τρόπο με τον οποίο αναφέρεται στους τόπους που έχει ζήσει. Με έκανε να δω αρκετά διαφορετικά τους δρόμους στους οποίους τριγυρνάω κι εγώ τους τελευταίους μήνες.

Σήμερα διάβασα ένα πολύ μικρό του κείμενο που συνδυάζει την "συνάντηση" που είχα μαζί του με όλα όσα ανέφερα πως μου αρέσουν παραπάνω.

---

ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΙΑ Γ'

Στην Αθήνα δύσκολα μπορείς να ζήσεις, αλλά εύκολα υπάρχεις. Αυτό το εξέφραζε, πάντα με κάποια έκφραση πανικού, η Βικτόρια Φέργκιουσον. Τη συναντούσα κάθε Παρασκευή στη λαϊκή της οδού Ξενοκράτους, γύρω στα 1970, πριν η παροικία των νεαρών αλλοδαπών διανοούμενων μετακινηθεί από τον Λυκαβηττό στο Μετς. Τη γοήτευαν οι στιλπνοί καρποί και τα γεωργικά προϊόντα με τα χρώματα και τη φρεσκάδα τους μεταφερμένα από τόσες άκρες, από τόσες διαφορετικές περιοχές. Κάποτε τη ρώτησα αν αυτή η εκτεταμένη "νεκρή φύση" την αναστάτωνε επίσης. "Όχι, δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι" είπε. Μετέφραζε λογοτεχνία και φρόντιζε πάντα να τελειοποιεί τα ελληνικά της στους διαλόγους της με τις αγράμματες μανάβισσες. Έβρισκε τη γλώσσα τους τόσο χυμώδη όσο και τα φρούτα που πούλαγαν. Ήταν κοκκινομάλλα και αέρινη και κάθε φορά της πρόσφερα ένα λουλούδι αγορασμένο εκεί μπροστά της, από τους ανθοπώλες της λαϊκής. Κάθε φορά επίσης της υποσχόμουν ότι μια μέρα θα την έπαιρνα μαζί μου να της δείξω τον ωραιότερο δρόμο της Αθήνας. Δεν υπέκυψα ποτέ στην επιμονή της να της αποκαλύψω το όνομά του κι αυτό τη δαιμόνιζε. Ούτε άλλωστε και της τον έδειξα ποτέ. Την τελευταία φορά που πήγα στη λαϊκή της Ξενοκράτους δεν την είδα. Από μια Γαλλίδα, παλιά συγκάτοικό της, έμαθα ότι τρεις μέρες πριν, η Βικτόρια Φέργκιουσον, είκοσι έξι ετών, είχε κρεμαστεί στην κουζίνα του σπιτιού της με μια μεταξωτή της εσάρπα.

1997

Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Εθισμός στον Θανάση Βαλτινό


Χθες μέσα σε όλα τα άλλα που έκανα διάβαζα και λίγο από τα διηγήματα του Θανάση Βαλτινού που βρίσκονται στο βιβλίο Εθισμός στη Νικοτίνη. Ο Βαλτινός είναι το νέο μου κόλλημα από τον Δεκέμβρη που η Αγιάτη μού πρότεινε με ενθουσιώδη λόγια να τον διαβάσω, και θα την ευχαριστώ κάθε φορά που τελειώνω ένα βιβλίο του.

Σε ένα από τα διηγήματα διάβασα τη -συγκλονιστική- φράση: "Αλλά οι έρωτες δεν είναι για να πραγματώνονται. Γιατί τότε τι έρωτες θα ήσαν."



Το ποστ, όμως, αυτό το ξεκίνησα για να σας πω ευχαριστώ για όλες τις ευχές που μου στείλατε χτες για τα γενέθλιά μου, με ένα μικρό διήγημα από αυτή τη συλλογή. Ευτυχώς το βρήκα εδώ και γλίτωσα την πληκτρολόγηση.

Μου αφήνεις πενήντα δραχμές για τσιγάρα;


Εκείνα τα χρόνια δούλευα στο αγώγι. Τρίπολη-Αθήνα εξακόσιες δραχμές. Είχα μια κράισλερ, πετούσε. Δεκατρείς Μαΐου, με το παλαιό. Έκανε μια ζέστη, χρόνια είχα να τη  θυμηθώ. Μετράω με το παλαιό εγώ. Ήρθε ένας, είχε το παιδί του διφθερίτη. Το είχε κουβαλήσει πρώτα στον Παπαδημητρίου. Σπουδασμένος στη Γαλλία ο Παπαδημητρίου. Του λέει, πάρε το αεροπλάνο να το πας στην Αθήνα το παιδί. Δεν είχαν τα μέσα εδώ.
Έρχεται αυτός με τη γυναίκα του, μπαίνουν στην κούρσα χωρίς συμφωνία.
-Από πού είσαι; τον ρωτάω.
-Από το Βαλτεσινίκο, μου λέει.
Το πατάω εγώ το αυτοκίνητο, τα φώτα αναμμένα, έντεκα το πρωί, άντε δώδεκα. Κάνω δυόμισι ώρες μέχρι το Παίδων. Τότε, με κείνους τους δρόμους. Σταματάω μπροστά στην πύλη, βγαίνει τώρα ο άντρας με το αγοράκι αγκαλιά. Θα ήταν ως τριών ετών. Το πηγαίνει μέσα. Εγώ περίμενα.
Έρχεται καμιά φορά, του λέω: Τι έγινε;
Μου λέει θα το γλιτώσω, το έμπασαν στο θάλαμο. Μου λέει τι σου χρωστάω;
Τι να του γυρέψω, όσα ήθελα μπορούσα, δε με είχε συμφωνήσει. Αλλά με μισό παπούτσι ήτανε.
Του λέω είσαι ευχαριστημένος να μου δώσεις πεντακόσιες δραχμές;
Βγάζει ένα πεντακοσάρικο, εκείνο είχε όλο κι όλο.
Τον είδα που δίσταζε.
-Τι είναι;
Μου αφήνεις, λέει, πενήντα δραχμές να πάρω τσιγάρα;
Ντρεπότανε.
-Και για ναύλα, να πάω εδώ στο Αιγάλεω, σ’ ένα συγγενή μου;
Του λέω δώσ’ μου τέσσερα κατοστάρικα.
Τι να του πω που ήταν με μισό παπούτσι.

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Ανάπλους


-Έχεις κάποιες εμμονές; Κάποιες λέξεις αγαπημένες που χωρίς να το θέλεις επανέρχονται και τις αλλάζεις έπειτα στην επεξεργασία;
-Οι λέξεις μοιάζουν με φάσγανα. Μπορείς να κοπείς χωρίς να το καταλάβεις. Γι'αυτό τις πλησιάζω με προσοχή. Τον τρόπο τον έμαθα από την αγράμματη θεία Σταυρούλα, αδελφή του πατέρα μου. Με τις 800 λέξεις της, στην πλέον κοινή, καθημερινή τους χρήση, πολλαπλασίαζε το μέγεθος του κόσμου της.
-Συνήθως ποιες είναι οι αφορμές για να ξεκινήσεις; Μια εικόνα, ένα μουσικό θέμα, μια φράση;
-Όλα αυτά. Και ακόμα ένα άρωμα. Ή κάποια έλλειψη, συχνότερα.