οι ώρες ανατέλλουν σβήνοντας τ’ αστέρια και
ξημέρωσε
στο δρόμο τ’ ουρανού το φως βαδίζει σκορπώντας ποιήματα
στη γη ένα κερί
σβήνει η πόλη
ξυπνά
μ’ ένα τραγούδι στα
χείλη της με το θάνατο στα μάτια της
και ξημέρωσε
και ο κόσμος
ετοιμάζεται να δολοφονήσει όνειρα…
κοιτάζω στο δρόμο όπου δυνατοί
άντρες σκάβουν ψωμί
και βλέπω τα κτηνώδη πρόσωπα των
ανθρώπων ικανοποιημένα αποτρόπαια απελπισμένα βάναυσα ευτυχισμένα
και είναι μέρα,
στον καθρέφτη
βλέπω έναν αδύναμο
άνθρωπο
που ονειρεύεται
όνειρα
όνειρα μες στον καθρέφτη
και είναι
σούρουπο στη γη
ένα κερί ανάβει
και είναι σκοτάδι.
οι άνθρωποι είναι στα σπίτια τους
ο αδύναμος άνθρωπος είναι στο κρεβάτι του
η πόλη
κοιμάται με το θάνατο στα χείλη της μ’ ένα τραγούδι στα μάτια της
οι ώρες κατεβαίνουν
ανάβοντας τ’ αστέρια….
Μετά από τόσο καιρό αποχής από το blog και το γράψιμο, είπα να επιστρέψω με κάτι που διάβασα κατά τη διάρκεια της εξεταστικής και μου άρεσε πάρα πολύ. Κάποιος γνωστός μου είπε να διαβάσω e.e. cummings και μου πρότεινε αυτό το βιβλίο. Από τα γρήγορα ξεφυλλίσματα και τις πρόχειρες αναγνώσεις στα διαλείμματα από το βαρετό διάβασμα της εξεταστικής μου έχουν μείνει πολύ θετικές εντυπώσεις.
Το ποίημα του e.e. cummings υπάρχει στο βιβλίο 33χ3χ33 , και είναι σε μετάφραση του Χάρη Βλαβιανού. Το πρωτότυπο κείμενο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
Την εικόνα τη βρήκα εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου