Η βράβευση με Οσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ του
σχεδόν οκτάωρου «O.J.: Made in America» έκλεισε τον κύκλο ενός χρόνου
κατά τον οποίο οι ΗΠΑ ασχολήθηκαν ξανά με την υπόθεση που σημάδεψε τη
δεκαετία του ’90 και όπως φαίνεται ασκεί σημαντική επιρροή ακόμα και
σήμερα.
Ο O.J. Simpson είναι ένας πρώην αθλητής του αμερικανικού ποδοσφαίρου, ο οποίος είχε μια καριέρα γεμάτη βραβεία, κατακτήσεις πρωταθλημάτων και διακρίσεις που τον γέμισαν με δόξα και τιμή. Εγκατέλειψε τον αθλητισμό το 1979, αλλά συνέχισε να βρίσκεται στα φώτα της δημοσιότητας και εξαργύρωσε τη φήμη του συμμετέχοντας σε διαφημίσεις και ακολουθώντας μια καριέρα στην υποκριτική, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Ο λόγος όμως που έχει μείνει χαραγμένος στη συλλογική μνήμη είναι ότι το 1994 κατηγορήθηκε για τη διπλή δολοφονία της πρώην συζύγου του και του συντρόφου της. Η συζήτηση αναζωπυρώθηκε λόγω της δραματοποιημένης εκδοχής εκείνης της περιόδου και της δίκης που ακολούθησε στη σειρά «The People v. O.J. Simpson: American Crime Story» που ξεκίνησε να προβάλλεται τον Φεβρουάριο του 2016.
Σαν ριάλιτι σόου
Πρόκειται για μια απολύτως μυθιστορηματική ιστορία που συλλαμβάνει έναν άνθρωπο-υπόδειγμα της επιτυχίας και του αμερικανικού ονείρου στη φάση της κατάρρευσής του. Κάθε Αμερικανός ένιωθε πως τον αφορούσε η δίκη του πρώην επιτυχημένου αθλητή και σε αυτό συνέβαλε απόλυτα η τηλεοπτική κάλυψη. Πριν από τη σύλληψή του προηγήθηκε μια προσπάθεια διαφυγής με λευκό φορτηγάκι που κατέληξε σε καταδίωξη-παρωδία στους δρόμους του Λος Αντζελες. Τα περιπολικά ακολουθούσαν με χαμηλή ταχύτητα το όχημα του Simpson, που απειλούσε ότι θα αυτοκτονήσει, και τα ελικόπτερα των τηλεοπτικών σταθμών κατέγραφαν κάθε στιγμή. Οση ώρα τα κανάλια δεν μετέδιδαν ζωντανά τη δίκη, πρόβαλλαν εκπομπές αφιερωμένες σε αυτήν. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε πως η δίκη του O.J. Simpson ήταν το πρώτο αμερικανικό ριάλιτι σόου.
Η προβολή του, πολυβραβευμένου πλέον, ντοκιμαντέρ λίγους μήνες μετά το φινάλε της σειράς αναζωπύρωσε εκ νέου τις συζητήσεις και τις αναμνήσεις σχετικά με την αθωότητα του Simpson, αλλά και με τις συνθήκες που επικρατούσαν όσο η δίκη διεξαγόταν.
Παρότι τα στοιχεία που είχε στα χέρια της η εισαγγελία φαίνεται πως αποδείκνυαν ξεκάθαρα την ενοχή του κατηγορουμένου, στην πορεία τα πράγματα άλλαξαν. Η στρατηγική των συνηγόρων υπεράσπισης να δώσουν στην υπόθεση φυλετικό χαρακτήρα αποδείχτηκε καθοριστική. Προέβαλαν τον Simpson στα μαύρα μέλη των ενόρκων ως «έναν από αυτούς», ως έναν ακόμη μαύρο πολίτη που έπεσε θύμα της προκατάληψης που είχε η αστυνομία του Λος Αντζελες απέναντί τους εκείνη την εποχή. Και τα κατάφεραν, παρά τις προσπάθειες της εισαγγελίας να αναδείξει τα στοιχεία που θεωρούσε αδιάσειστα και παρά τις μαρτυρίες για τη βία που είχε υποστεί η πρώην γυναίκα του από τον Simpson.
Οι συνήγοροί του έκαναν τους ενόρκους να «κλείσουν τα μάτια» και να μη δουν ότι είχαν απέναντί τους έναν άνθρωπο που όλη του τη ζωή προσπαθούσε να μην είναι ένας από αυτούς: ζούσε σε ένα πλούσιο προάστιο λευκών μακριά από το κέντρο του Λος Αντζελες, σύχναζε σε ιδιωτικά κλαμπ όπου συνήθως ήταν ο μόνος μαύρος πελάτης και συνήθιζε να λέει «δεν είμαι μαύρος, είμαι ο O.J.».
Οπως παρατηρεί η Lorrie Moore σε ένα άρθρο της στο NYRB, «οι λευκοί και οι μαύροι παρακολούθησαν την ίδια δίκη αλλά είδαν πολύ διαφορετικά πράγματα»: 77% των λευκών πίστευαν ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος και 72% των μαύρων ότι ήταν αθώος. Η φυλή κατάφερε και υπερνίκησε το φύλο και την οικονομική τάξη, σημειώνει η Αμερικανίδα πεζογράφος, και έχει δίκιο – το αποδεικνύουν και τα πλακάτ υποστήριξης που κρατούσαν εκατοντάδες πολίτες κάθε μέρα έξω από το δικαστήριο.
«Ο O.J. δεν ήταν μαύρος», γράφει στο Atlantic ο Ta-Nehisi Coates, μία από τις σημαντικότερες φωνές της μαύρης Αμερικής αυτή τη στιγμή. Χαιρόταν όταν κρυφάκουγε να λένε «ήρθε ο O.J. μαζί με κάτι μαύρους» σε ένα από τα κλαμπ που σύχναζε, ακριβώς γιατί τον διαχώριζαν από τους υπόλοιπους.
Τον έκριναν αθώο σε μόλις τρεις ώρες
Την εποχή που διεξαγόταν η δίκη, ούτε το κοινό αλλά ούτε και οι ένορκοι ήταν σε θέση να διακρίνουν αυτές τις αποχρώσεις. Η αστυνομία του Λος Αντζελες χτυπούσε, παρενοχλούσε, αλλά και σκότωνε μαύρους πολίτες και οι εικόνες των θυμάτων που προβάλλονται στο ντοκιμαντέρ υποδηλώνουν ότι όλα αυτά είχαν αποτυπωθεί στο μυαλό κάθε πολίτη και γι’ αυτό η εμπιστοσύνη στην αστυνομία αλλά και στο δικαστικό σύστημα ήταν ανύπαρκτη.
Σε αυτό το τεταμένο κλίμα πάτησε ο πολυμήχανος δικηγόρος του Simpson, Τζόνι Κόχραν, ο οποίος πάλευε ενάντια στην άδικη αστυνομική βία ήδη από τη δεκαετία του ’60. Η αποκάλυψη ότι ένας από τους αστυνομικούς της υπόθεσης είχε δράσει στο παρελθόν με ρατσιστικά κίνητρα και είχε καταφερθεί απέναντι στους μαύρους με τον χειρότερο δυνατό χαρακτηρισμό ενίσχυσε τη θέση του. Και έτσι, παρότι παρακολουθώντας σήμερα την υπόθεση μέσω της σειράς και του ντοκιμαντέρ οι περισσότεροι είναι βέβαιοι για την ενοχή του Simpson λόγω των στοιχείων που παρουσιάζονται, οι ένορκοι μετά μόλις τρεις ώρες διαβούλευσης τον κρίνουν ομοφώνως αθώο.
Πρόσφατα, Αμερικανός φίλος που εκείνη την εποχή ήταν μαθητής στο Μίσιγκαν μου είπε ότι την ώρα που ανακοινωνόταν η ετυμηγορία είχαν ανοίξει τις τηλεοράσεις στο σχολείο για να μάθουν όλοι το αποτέλεσμα· η συνολική κατανάλωση νερού έπεσε κατακόρυφα, γιατί κανείς δεν πήγαινε στο μπάνιο για να μη χάσει ούτε στιγμή της μετάδοσης· οι υπεραστικές κλήσεις μειώθηκαν κατά 58% και υπολογίζεται ότι σταμάτησαν τόσοι άνθρωποι τη δουλειά τους που «χάθηκε» παραγόμενο προϊόν αξίας 480 εκατ. δολαρίων. Αν τα νούμερα φαίνονται υπερβολικά, ας αναλογιστούμε ότι έχουν περάσει 21 χρόνια και αυτή η υπόθεση καταφέρνει να χαρίζει πέντε βραβεία Emmy στην τηλεοπτική σειρά και ένα Οσκαρ στο ντοκιμαντέρ που την πραγματεύεται.
Ντοκιμαντέρ: «O.J.: Made in America. (ESPN). Τηλεοπτική σειρά: «The People v. O.J. Simpson: American Crime Story» (FX).
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, Τέχνες και Γράμματα, 19.03.2017Ο O.J. Simpson είναι ένας πρώην αθλητής του αμερικανικού ποδοσφαίρου, ο οποίος είχε μια καριέρα γεμάτη βραβεία, κατακτήσεις πρωταθλημάτων και διακρίσεις που τον γέμισαν με δόξα και τιμή. Εγκατέλειψε τον αθλητισμό το 1979, αλλά συνέχισε να βρίσκεται στα φώτα της δημοσιότητας και εξαργύρωσε τη φήμη του συμμετέχοντας σε διαφημίσεις και ακολουθώντας μια καριέρα στην υποκριτική, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Ο λόγος όμως που έχει μείνει χαραγμένος στη συλλογική μνήμη είναι ότι το 1994 κατηγορήθηκε για τη διπλή δολοφονία της πρώην συζύγου του και του συντρόφου της. Η συζήτηση αναζωπυρώθηκε λόγω της δραματοποιημένης εκδοχής εκείνης της περιόδου και της δίκης που ακολούθησε στη σειρά «The People v. O.J. Simpson: American Crime Story» που ξεκίνησε να προβάλλεται τον Φεβρουάριο του 2016.
Σαν ριάλιτι σόου
Πρόκειται για μια απολύτως μυθιστορηματική ιστορία που συλλαμβάνει έναν άνθρωπο-υπόδειγμα της επιτυχίας και του αμερικανικού ονείρου στη φάση της κατάρρευσής του. Κάθε Αμερικανός ένιωθε πως τον αφορούσε η δίκη του πρώην επιτυχημένου αθλητή και σε αυτό συνέβαλε απόλυτα η τηλεοπτική κάλυψη. Πριν από τη σύλληψή του προηγήθηκε μια προσπάθεια διαφυγής με λευκό φορτηγάκι που κατέληξε σε καταδίωξη-παρωδία στους δρόμους του Λος Αντζελες. Τα περιπολικά ακολουθούσαν με χαμηλή ταχύτητα το όχημα του Simpson, που απειλούσε ότι θα αυτοκτονήσει, και τα ελικόπτερα των τηλεοπτικών σταθμών κατέγραφαν κάθε στιγμή. Οση ώρα τα κανάλια δεν μετέδιδαν ζωντανά τη δίκη, πρόβαλλαν εκπομπές αφιερωμένες σε αυτήν. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε πως η δίκη του O.J. Simpson ήταν το πρώτο αμερικανικό ριάλιτι σόου.
Η προβολή του, πολυβραβευμένου πλέον, ντοκιμαντέρ λίγους μήνες μετά το φινάλε της σειράς αναζωπύρωσε εκ νέου τις συζητήσεις και τις αναμνήσεις σχετικά με την αθωότητα του Simpson, αλλά και με τις συνθήκες που επικρατούσαν όσο η δίκη διεξαγόταν.
Παρότι τα στοιχεία που είχε στα χέρια της η εισαγγελία φαίνεται πως αποδείκνυαν ξεκάθαρα την ενοχή του κατηγορουμένου, στην πορεία τα πράγματα άλλαξαν. Η στρατηγική των συνηγόρων υπεράσπισης να δώσουν στην υπόθεση φυλετικό χαρακτήρα αποδείχτηκε καθοριστική. Προέβαλαν τον Simpson στα μαύρα μέλη των ενόρκων ως «έναν από αυτούς», ως έναν ακόμη μαύρο πολίτη που έπεσε θύμα της προκατάληψης που είχε η αστυνομία του Λος Αντζελες απέναντί τους εκείνη την εποχή. Και τα κατάφεραν, παρά τις προσπάθειες της εισαγγελίας να αναδείξει τα στοιχεία που θεωρούσε αδιάσειστα και παρά τις μαρτυρίες για τη βία που είχε υποστεί η πρώην γυναίκα του από τον Simpson.
Οι συνήγοροί του έκαναν τους ενόρκους να «κλείσουν τα μάτια» και να μη δουν ότι είχαν απέναντί τους έναν άνθρωπο που όλη του τη ζωή προσπαθούσε να μην είναι ένας από αυτούς: ζούσε σε ένα πλούσιο προάστιο λευκών μακριά από το κέντρο του Λος Αντζελες, σύχναζε σε ιδιωτικά κλαμπ όπου συνήθως ήταν ο μόνος μαύρος πελάτης και συνήθιζε να λέει «δεν είμαι μαύρος, είμαι ο O.J.».
Οπως παρατηρεί η Lorrie Moore σε ένα άρθρο της στο NYRB, «οι λευκοί και οι μαύροι παρακολούθησαν την ίδια δίκη αλλά είδαν πολύ διαφορετικά πράγματα»: 77% των λευκών πίστευαν ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος και 72% των μαύρων ότι ήταν αθώος. Η φυλή κατάφερε και υπερνίκησε το φύλο και την οικονομική τάξη, σημειώνει η Αμερικανίδα πεζογράφος, και έχει δίκιο – το αποδεικνύουν και τα πλακάτ υποστήριξης που κρατούσαν εκατοντάδες πολίτες κάθε μέρα έξω από το δικαστήριο.
«Ο O.J. δεν ήταν μαύρος», γράφει στο Atlantic ο Ta-Nehisi Coates, μία από τις σημαντικότερες φωνές της μαύρης Αμερικής αυτή τη στιγμή. Χαιρόταν όταν κρυφάκουγε να λένε «ήρθε ο O.J. μαζί με κάτι μαύρους» σε ένα από τα κλαμπ που σύχναζε, ακριβώς γιατί τον διαχώριζαν από τους υπόλοιπους.
Τον έκριναν αθώο σε μόλις τρεις ώρες
Την εποχή που διεξαγόταν η δίκη, ούτε το κοινό αλλά ούτε και οι ένορκοι ήταν σε θέση να διακρίνουν αυτές τις αποχρώσεις. Η αστυνομία του Λος Αντζελες χτυπούσε, παρενοχλούσε, αλλά και σκότωνε μαύρους πολίτες και οι εικόνες των θυμάτων που προβάλλονται στο ντοκιμαντέρ υποδηλώνουν ότι όλα αυτά είχαν αποτυπωθεί στο μυαλό κάθε πολίτη και γι’ αυτό η εμπιστοσύνη στην αστυνομία αλλά και στο δικαστικό σύστημα ήταν ανύπαρκτη.
Σε αυτό το τεταμένο κλίμα πάτησε ο πολυμήχανος δικηγόρος του Simpson, Τζόνι Κόχραν, ο οποίος πάλευε ενάντια στην άδικη αστυνομική βία ήδη από τη δεκαετία του ’60. Η αποκάλυψη ότι ένας από τους αστυνομικούς της υπόθεσης είχε δράσει στο παρελθόν με ρατσιστικά κίνητρα και είχε καταφερθεί απέναντι στους μαύρους με τον χειρότερο δυνατό χαρακτηρισμό ενίσχυσε τη θέση του. Και έτσι, παρότι παρακολουθώντας σήμερα την υπόθεση μέσω της σειράς και του ντοκιμαντέρ οι περισσότεροι είναι βέβαιοι για την ενοχή του Simpson λόγω των στοιχείων που παρουσιάζονται, οι ένορκοι μετά μόλις τρεις ώρες διαβούλευσης τον κρίνουν ομοφώνως αθώο.
Πρόσφατα, Αμερικανός φίλος που εκείνη την εποχή ήταν μαθητής στο Μίσιγκαν μου είπε ότι την ώρα που ανακοινωνόταν η ετυμηγορία είχαν ανοίξει τις τηλεοράσεις στο σχολείο για να μάθουν όλοι το αποτέλεσμα· η συνολική κατανάλωση νερού έπεσε κατακόρυφα, γιατί κανείς δεν πήγαινε στο μπάνιο για να μη χάσει ούτε στιγμή της μετάδοσης· οι υπεραστικές κλήσεις μειώθηκαν κατά 58% και υπολογίζεται ότι σταμάτησαν τόσοι άνθρωποι τη δουλειά τους που «χάθηκε» παραγόμενο προϊόν αξίας 480 εκατ. δολαρίων. Αν τα νούμερα φαίνονται υπερβολικά, ας αναλογιστούμε ότι έχουν περάσει 21 χρόνια και αυτή η υπόθεση καταφέρνει να χαρίζει πέντε βραβεία Emmy στην τηλεοπτική σειρά και ένα Οσκαρ στο ντοκιμαντέρ που την πραγματεύεται.
Ντοκιμαντέρ: «O.J.: Made in America. (ESPN). Τηλεοπτική σειρά: «The People v. O.J. Simpson: American Crime Story» (FX).