Τον προηγούμενο Νοέμβριο κυκλοφόρησε στα
ελληνικά το μυθιστόρημα της Hanya Yanagihara, «Λίγη ζωή». Η διαφαινόμενη
–στις πρώτες σελίδες του βιβλίου– απλή ιστορία τεσσάρων πολύ κοντινών
φίλων δίνει γρήγορα τη θέση της σε μια ενδελεχή σπουδή για τις
επιπτώσεις της κακοποίησης και τη διαχείρισή της, φωτίζοντας με
ιδιαίτερη συναισθηματική ένταση κάθε πτυχή της ζωής του Τζουντ, ο οποίος
είναι και ο βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου. Το μυθιστόρημα απέκτησε
φανατικούς φίλους και εχθρούς, προτάθηκε για μια σειρά από σημαντικά
βραβεία (Booker, National Book Award) και κέρδισε άλλα (Kirkus). Η
συγγραφέας του δέχθηκε να μας απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις που της
απευθύναμε.
– Και στα δύο μυθιστορήματά σας καταπιάνεστε με το ζήτημα της παιδικής κακοποίησης (στο αμετάφραστο «The People in the Trees» από τη μεριά του θύτη και στο «Λίγη ζωή» από τη μεριά του θύματος). Τι σας οδήγησε να ασχοληθείτε τόσο διεξοδικά με αυτό το θέμα;
– Κατ’ αρχάς να πω ότι τα βιβλία αυτά δεν γράφτηκαν για να συμπληρώνουν το ένα το άλλο, αν και κάποιος θα μπορούσε να πει ότι βρίσκονται σε διάλογο μεταξύ τους. Αυτό που με ενδιαφέρει πολύ είναι οι μορφές κατάχρησης εξουσίας είτε αυτή προέρχεται από το κράτος, την Εκκλησία ή από κάποιο άλλο άτομο. Το πιο απαράδεκτο στη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών είναι η αδικία του πράγματος. Από τη μια μεριά έχεις κάποιον με υψηλότερο επίπεδο ορθού λόγου, μάθησης, φυσικής δύναμης και από την άλλη μόνο απόλυτη τρωτότητα. Είναι μια αηδιαστική αναντιστοιχία. Ελπίζω ότι και τα δύο βιβλία δείχνουν ότι οι άνθρωποι έχουν την επιλογή να συμπεριφέρονται σωστά και να μην υποκινούνται από τον εγωισμό και την επιθυμία τους.
– Ο Γκαρθ Γκρίνγουελ έγραψε στην κριτική του στο Atlantic ότι το βιβλίο σας είναι «το πολυαναμενόμενο γκέι μυθιστόρημα».
– Ο Γκαρθ είναι ένας φανταστικός συγγραφέας και στοχαστής, και αισθάνθηκα μεγάλη τιμή και συγκίνηση από την, κατά τη γνώμη μου, τελείως απροσδόκητη και καινοτόμο ανάγνωσή του. Ο χαρακτηρισμός του αφορά λιγότερο την εγγενή «ομοφυλοφιλία» του βιβλίου –ό,τι κι αν σημαίνει αυτό– και περισσότερο τη διαφορετικότητά του (queerness): την τάση του προς τον μελοδραματισμό, την έξαρση και την υπερβολή, χαρακτηριστικά που έχουν καθορίσει τη σύγχρονη queer αισθητική. Ως συγγραφέας κανείς δεν μπορεί ποτέ να προβλέψει –και δεν θα ήθελε να μπορεί – τι θα διαβάσει ο αναγνώστης στο βιβλίο του. Αλλά το γεγονός ότι κάποιοι γκέι άνδρες βρήκαν ένα κομμάτι του εαυτού τους στο «Λίγη ζωή» είναι ένα από τα σπουδαιότερα και πιο συγκινητικά κομπλιμέντα που θα μπορούσα να έχω λάβει.
– Ενώ η δράση του μυθιστορήματος είναι ξεκάθαρα τοποθετημένη στη Νέα Υόρκη, δεν δίνετε παρά ελάχιστα στοιχεία για την περίοδο που εκτυλίσσεται. Οι ήρωες έχουν κινητά τηλέφωνα και υπολογιστές, αλλά δεν μπορούμε να εντοπίσουμε την ακριβή χρονολογική περίοδο.
– Οταν αφαιρείς από ένα μυθιστόρημα τις ημερομηνίες, τα πολιτικά γεγονότα και τις επωνυμίες, καταφέρνεις να συγκρατήσεις τον αναγνώστη σε έναν πολύ μικρό χώρο: όλη τη δουλειά την κάνει η ιστορία, και το μόνο που έχει να κάνει ο αναγνώστης είναι να την ακολουθήσει.
Το αποτέλεσμα, θέλω να πιστεύω, είναι μια αφήγηση που δίνει μια αίσθηση ασυνήθιστης οικειότητας και ίσως ασυνήθιστης κλειστοφοβίας. Ο αναγνώστης πρέπει συνεχώς να νιώθει ότι αυτός ο κόσμος –ο κόσμος αυτής της συγκεκριμένης Νέας Υόρκης– είναι ο μόνος που υπάρχει, ο μόνος που μετράει.
– Εχοντας στο μυαλό ακόμα νωπά τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών, δεν μπορώ παρά να σας ρωτήσω πώς αισθάνεστε για την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Επίσης αναρωτιέμαι: αν οι τέσσερις βασικοί πρωταγωνιστές της «Λίγης ζωής» ψήφιζαν στις εκλογές του Νοεμβρίου, ποιον υποψήφιο θα στήριζαν;
– Το πιο ανησυχητικό και τρομακτικό πράγμα αναφορικά με τις εκλογές δεν είναι τόσο η ύπαρξη του Τραμπ –η περιστασιακή εμφάνιση ενός αυταρχικού ηγέτη είναι, δυστυχώς, αναπόφευκτη σε κάθε μορφή διακυβέρνησης– όσο η συνειδητοποίηση ότι 60 εκατομμύρια συμπολίτες σου ψήφισαν έναν άνθρωπο που είναι έτοιμος να αρνηθεί σε ομοφυλόφιλους, γυναίκες, τρανσέξουαλ, μαύρους, μουσουλμάνους, Μεξικανούς και μετανάστες το δικαίωμά τους στην αξιοπρέπεια, το δικαίωμά τους να είναι πλήρως αναγνωρισμένοι Αμερικανοί πολίτες. Ολοι οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος θα ψήφιζαν Χίλαρι Κλίντον – ακόμα και ο Λούσιεν (σ.σ.: πρόεδρος της μεγάλης δικηγορικής εταιρείας στην οποία δουλεύει ο Τζουντ).
Tο μυθιστόρημα της Hanya Yanagihara «Λίγη ζωή» κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
– Και στα δύο μυθιστορήματά σας καταπιάνεστε με το ζήτημα της παιδικής κακοποίησης (στο αμετάφραστο «The People in the Trees» από τη μεριά του θύτη και στο «Λίγη ζωή» από τη μεριά του θύματος). Τι σας οδήγησε να ασχοληθείτε τόσο διεξοδικά με αυτό το θέμα;
– Κατ’ αρχάς να πω ότι τα βιβλία αυτά δεν γράφτηκαν για να συμπληρώνουν το ένα το άλλο, αν και κάποιος θα μπορούσε να πει ότι βρίσκονται σε διάλογο μεταξύ τους. Αυτό που με ενδιαφέρει πολύ είναι οι μορφές κατάχρησης εξουσίας είτε αυτή προέρχεται από το κράτος, την Εκκλησία ή από κάποιο άλλο άτομο. Το πιο απαράδεκτο στη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών είναι η αδικία του πράγματος. Από τη μια μεριά έχεις κάποιον με υψηλότερο επίπεδο ορθού λόγου, μάθησης, φυσικής δύναμης και από την άλλη μόνο απόλυτη τρωτότητα. Είναι μια αηδιαστική αναντιστοιχία. Ελπίζω ότι και τα δύο βιβλία δείχνουν ότι οι άνθρωποι έχουν την επιλογή να συμπεριφέρονται σωστά και να μην υποκινούνται από τον εγωισμό και την επιθυμία τους.
– Ο Γκαρθ Γκρίνγουελ έγραψε στην κριτική του στο Atlantic ότι το βιβλίο σας είναι «το πολυαναμενόμενο γκέι μυθιστόρημα».
– Ο Γκαρθ είναι ένας φανταστικός συγγραφέας και στοχαστής, και αισθάνθηκα μεγάλη τιμή και συγκίνηση από την, κατά τη γνώμη μου, τελείως απροσδόκητη και καινοτόμο ανάγνωσή του. Ο χαρακτηρισμός του αφορά λιγότερο την εγγενή «ομοφυλοφιλία» του βιβλίου –ό,τι κι αν σημαίνει αυτό– και περισσότερο τη διαφορετικότητά του (queerness): την τάση του προς τον μελοδραματισμό, την έξαρση και την υπερβολή, χαρακτηριστικά που έχουν καθορίσει τη σύγχρονη queer αισθητική. Ως συγγραφέας κανείς δεν μπορεί ποτέ να προβλέψει –και δεν θα ήθελε να μπορεί – τι θα διαβάσει ο αναγνώστης στο βιβλίο του. Αλλά το γεγονός ότι κάποιοι γκέι άνδρες βρήκαν ένα κομμάτι του εαυτού τους στο «Λίγη ζωή» είναι ένα από τα σπουδαιότερα και πιο συγκινητικά κομπλιμέντα που θα μπορούσα να έχω λάβει.
– Ενώ η δράση του μυθιστορήματος είναι ξεκάθαρα τοποθετημένη στη Νέα Υόρκη, δεν δίνετε παρά ελάχιστα στοιχεία για την περίοδο που εκτυλίσσεται. Οι ήρωες έχουν κινητά τηλέφωνα και υπολογιστές, αλλά δεν μπορούμε να εντοπίσουμε την ακριβή χρονολογική περίοδο.
– Οταν αφαιρείς από ένα μυθιστόρημα τις ημερομηνίες, τα πολιτικά γεγονότα και τις επωνυμίες, καταφέρνεις να συγκρατήσεις τον αναγνώστη σε έναν πολύ μικρό χώρο: όλη τη δουλειά την κάνει η ιστορία, και το μόνο που έχει να κάνει ο αναγνώστης είναι να την ακολουθήσει.
Το αποτέλεσμα, θέλω να πιστεύω, είναι μια αφήγηση που δίνει μια αίσθηση ασυνήθιστης οικειότητας και ίσως ασυνήθιστης κλειστοφοβίας. Ο αναγνώστης πρέπει συνεχώς να νιώθει ότι αυτός ο κόσμος –ο κόσμος αυτής της συγκεκριμένης Νέας Υόρκης– είναι ο μόνος που υπάρχει, ο μόνος που μετράει.
– Εχοντας στο μυαλό ακόμα νωπά τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών, δεν μπορώ παρά να σας ρωτήσω πώς αισθάνεστε για την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Επίσης αναρωτιέμαι: αν οι τέσσερις βασικοί πρωταγωνιστές της «Λίγης ζωής» ψήφιζαν στις εκλογές του Νοεμβρίου, ποιον υποψήφιο θα στήριζαν;
– Το πιο ανησυχητικό και τρομακτικό πράγμα αναφορικά με τις εκλογές δεν είναι τόσο η ύπαρξη του Τραμπ –η περιστασιακή εμφάνιση ενός αυταρχικού ηγέτη είναι, δυστυχώς, αναπόφευκτη σε κάθε μορφή διακυβέρνησης– όσο η συνειδητοποίηση ότι 60 εκατομμύρια συμπολίτες σου ψήφισαν έναν άνθρωπο που είναι έτοιμος να αρνηθεί σε ομοφυλόφιλους, γυναίκες, τρανσέξουαλ, μαύρους, μουσουλμάνους, Μεξικανούς και μετανάστες το δικαίωμά τους στην αξιοπρέπεια, το δικαίωμά τους να είναι πλήρως αναγνωρισμένοι Αμερικανοί πολίτες. Ολοι οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος θα ψήφιζαν Χίλαρι Κλίντον – ακόμα και ο Λούσιεν (σ.σ.: πρόεδρος της μεγάλης δικηγορικής εταιρείας στην οποία δουλεύει ο Τζουντ).
Tο μυθιστόρημα της Hanya Yanagihara «Λίγη ζωή» κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, Τέχνες και Γράμματα, 20.02.2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου