Ζέστη. Μεσημέρι Δευτέρας στη Θεσσαλονίκη. Ησυχία, σχετική – αν εξαιρέσω εκείνη τη γάτα που ουρλιάζει χωρίς λόγο και αιτία εδώ και μία ώρα. Πού και πού περνάει και κανένα αυτοκίνητο, έτσι , για να ξεγελιόμαστε ότι αυτό από κάτω είναι δρόμος και όχι μια γκρι, στραβή γραμμή που το μόνο που κάνει είναι να χωρίζει τις πολυκατοικίες σε δύο απέναντι όχθες. Ποταμού; Όχι φυσικά. Εμείς οι όχθες είμαστε μόνο – για ποτάμια απευθυνθείτε αλλού.
Και πόσο διάβασμα να αντέξεις; Έρχεται ο εγκέφαλος (ο ποιος;) και τρίζει στις απότομες στροφές, ‘παίζει’ νευρικά το πόδι, πρήζεται και το μάτι και γίνεσαι σαν το ρακούν απ’ την Ποκαχόντας - αλλά λιγότερο αξιαγάπητο και με πολύ (πάρα πολύ) λιγότερη ενέργεια για παιχνίδια και άλλα τέτοια συναφή. Και βγαίνεις στη βεράντα.
Βασικά, δεν ξέρω αν η δική μου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «βεράντα». Δηλαδή, οκέικ, προεκτείνεται επαρκώς εξωτερικά του παραθύρου (πώς τα λέω η επιστημόνισσα;;) έχει κάγκελα, το σχετικό διαχωριστικό, μια βρυσούλα (ο Θεός να την κάνει) κ μπόλικη σκόνη, φύλλα, κάτι χαρτάκια απροσδιορίστου προελεύσεως, και άλλα πολλά που δεν δύναμαι να αναλύσω. Και τι έλεγα; Α, ναι, δε νομίζω, λοιπόν, ότι η δική μου είναι βεράντα, διότι δεν έχω καθίσει και ποτέ εκεί. Δεν έχουμε ούτε καρέκλα, ούτε καν ένα σκαμπό! Και κάτω δε γίνεται να καθίσω (βλ. παραπάνω). Όποτε βγαίνω, είμαι όρθια και είτε ανεβο-κατεβάζω την τέντα, ή απλώνω τα ρούχα (ντάξει, λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα) . Αλλά πάντα όρθια. Οπότε είναι τώρα αυτό βεράντα; Δεν ξέρω. Είχα βγει, λοιπόν, να με ‘χτυπήσει’ λίγο το φως του ήλιου (γιατί για αέρα, ούτε λόγος) και να τσεκάρω αν ο έξω κόσμος είναι όπως τον θυμόμουν –
Με τον καφέ στο χέρι πλησίασα τα κάγκελα και άρχισα να στριφογυρίζω το βλέμμα μου εδώ κι εκεί, χωρίς να δίνω ιδιαίτερη σημασία. Στο μυαλό μου επέπλεε το θέμα της εργασίας - και η ενοχή ότι έπρεπε να την έχω ΗΔΗ τελειώσει. Τα απέναντι διαμερίσματα ήρεμα. Μεσημέρι γαρ. Μπαλκονόπορτες ορθάνοιχτες (ποιοι κλέφτες;) και κουρτίνες να ανεμίζουν σαν λάβαρα – έτσι όπως κοιτούσα, σαν στόματα μου φαίνονταν: έτοιμα να ουρλιάξουν κάτι αλλά τόσο μα τόσο σιωπηλά. Σαν να ήθελαν κάπως να εκφραστούν αλλά δεν ήξεραν σε ποια γλώσσα να μιλήσουν.
Σε μια βεράντα ένας κύριος. Κλασική αμφίεση «Ω, ναι, έχω μπυρο-κοιλιά αλλά δε με νοιάζει επειδή το καλοκαίρι επιτρέπεται να έχεις μπυρο-κοιλιά και να μη φοράς μπλούζα», ρουφούσε μανιωδώς από ένα κουτάκι χυμού (δε λέω τη μάρκα, μην κάνουμε και διαφήμιση – άμα θέλετε, κύριε Μέτοχε, μόνο υπαμοιβής!) και περιφερόταν γύρω-γύρω. Αυτά στον τέταρτο. Στον τρίτο τίποτα. Μόνο ένα τραπέζι πλαστικό, άσπρο, γεμάτο γλάστρες. Α, και ένα φτυαράκι παιδικό, αφημένο σε μιαν άκρη. Πορτοκαλί ήταν. Είχα κι εγώ ένα τέτοιο.
Στο δεύτερο, συνωστισμός! Μια λωρίδα μπαλκόνι, σαν περίσσιο ύφασμα μοδίστρας, χωρισμένο στα τρία – και πώς να ράψεις; Στη μία άκρη μία νεαρή γυναίκα με τσιγάρο στο χέρι και καφέ. Ενδυμασία «Σπίτι μου είμαι, ό, τι θέλω φοράω» (και καλά κάνεις, λέω ‘γω!), παραδίπλα το καροτσάκι και μέσα το παιδάκι της. Μη με ρωτάτε αν είναι αγόρι ή κορίτσι – δε βλέπω τόσο καλά μακριά (αφήστε που, ναι ντρέπομαι, αλλά δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν τα μικρά είναι αγοράκια ή κοριτσάκια χωρίς κάποια ένδειξη, π.χ. φιογκάκι)! Κάπνιζε, κάπνιζε, ντουμάνιασε ο τόπος όλος! Αυτό το έρμο το παιδάκι, ότι γλίτωσε εννέα μήνες στην κοιλιά, τα «λούζεται» τώρα. Υποτίθεται θα το βγάζει έξω για να παίρνει καθαρό αέρα – λέω γω τώρα…
Στο ακριβώς διπλανό διαμέρισμα μια άλλη κυρία. Ενδυμασία «Ναι, με χωράει η ροζ μου η φόρμα ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΓΙΕΤΕΣ από παραπρόπερσι που πήγαινα γυμναστήριο και τη φοράω ακόμα!» έπλενε κάτι χαλιά. Μέσα στο λιοπύρι, χαρά στο κουράγιο της. Πάντως, πρέπει να είναι πολύ νοικοκυρά (ή πολύ παστρικιά) γιατί όποτε κοιτάω απέναντι, πάντα κάτι πλένει. Ενίοτε σαπουνίζει και τα κάγκελα (ήμαρτον - και εγώ που νόμιζα ότι η γιαγιά μου είναι η μόνη ψυχοπαθής που πλένει το πεζοδρόμιο…).. Βασικά, το πρόσωπό της δεν μου έδινε την αίσθηση ότι το πολύ-ευχαριστιότανε αλλά, τέλος πάντων!
Στην άλλη άκρη, παραδίπλα απ’ την «Ευχαριστώ που δεν καπνίζετε» και δίπλα στην «Την Klinex τι την έχεις;;» μια κοπέλα στην ηλικία μου. Διάβαζε και αυτή η δόλια. Τα πόδια απλωμένα στα κάγκελα, καρέκλα γραφείου πρέπει να ήταν αυτό – δεν κάνω λάθος – και παρακεί ο καφές. Είχε αυτή την έκφραση … τη γνωστή. Πού είναι ίδια για όλους από τότε που κάποιος σαδιστής είπε: «Ρε σεις, δε δημιουργούμε και εξεταστικές, να μη ρουτινιάζουν τα παιδιά;;» Αυτή η έκφραση που δεν αντέχεις άλλο αλλά ΠΡΕΠΕΙ να αντέξεις λίγο παραπάνω. Λίγο. Να ‘βγει’ το κωλοκεφάλαιο και μετά θα πέσεις να ψοφήσεις για κανένα τρίωρο. Και μετά (μάλλον) θα είσαι καλύτερα.
Συνέχισα να ατενίζω το απέραντο απέναντι και να σκέφτομαι διάφορα.
Πώς είμαστε έτσι; Σαν τα χαμστεράκια στα pet-shop. Το καθένα έχει το σπιτάκι/κλουβάκι του όπου ζει με άλλα ζωάκια του ιδίου είδους, ενίοτε και μόνο του. Στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο (όχι, προς Θεού, δεν το διαλέξαμε εμείς, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού μας έβαλε). Και, καμιά φορά, ξεμυτίζει κάποιος από εμάς για τόσο λίγο. Ίσα-ίσα να κάνει μια βολτίτσα στο πριονίδι ή να στροβιλιστεί για λίγο στη ρόδα. Μπορεί να πιεί λίγο νεράκι και μετά θα πάει πάλι μέσα. Πού αλλού; Δεν έχει και πολλά περιθώρια περιπλάνησης. Ένα τόσο δα κλουβάκι είναι. Και δεν φτάνει αυτό: από εδώ μέσα ο κόσμος είναι κάπως… όλο τετραγωνάκια. Σαν τσίγκινος, σαν πλεγμένος, σαν περιφραγμένος. Εκτός και αν κοιτάξεις προς τα μέσα. Εκεί τετραγωνάκια δεν έχει. Αλλά τι να λέει; Μέσα αν στρέψεις το βλέμμα, τη μούρη σου θα δεις και το πριονίδι που πατάς. Αυτά τα πολλά. Και τα ζωάκια περιμένουν να έρθει κάποιος. Περιμένουν να γίνουν «κάποιου», να γίνουν το «δικό μου» στην πρόταση ενός άγνωστου που θα αποφασίσει ευθαρσώς πού θα μεταθέσει τον εγκλεισμό τους. Και περιμένουν. Και τρέχουν ακατάπαυστα στη ροδίτσα.
Κοιτάζω το δρόμο κάτω απ’ το μπαλκόνι. «Κοίτα να δεις!», σκέφτομαι, « Αυτά τα χαμστεράκια γιατί περπατάνε στο δρόμο; Πώς βγήκαν; Θα πρέπει αυτή η μαλακία που στεγάζει τη ροδίτσα μου κάπου να έχει κάποια πόρτα! Δε γίνεται! Αυτοί πως βγήκαν;; … Αλλά, βασικά, ΕΓΩ πώς μπήκα εδώ μέσα;;;»
Την βρήκα τελικά την πορτίτσα. Ω, ναι, υπάρχει. Μικρή είναι, ίσα-ίσα που χωράς. Αλλά υπάρχει. Και, για δες, εδώ δεν έχει τετραγωνάκια! Όχι, δεν έχει! Τέλεια! Θα κάνω μία μεγάλη βόλτα και θα γυρίσω πίσω. Αλλά την πόρτα δεν θα την κλείσω γιατί και εγώ θα ξαναβγώ σύντομα, και άσε που μπορεί κάποιος να θέλει να μπει… Τι «γιατί να μπει κάποιος άλλος στο κλουβί σου;;» Τι ερωτήσεις είναι αυτές;; Πας καθόλου καλά; Δε βλέπεις ότι η ροδίτσα μου – απλά - «τα σπάει»;;;;
Αφιερωμένο σε όλες τις φοιτήτριες και τους φοιτητές που, τον καιρό αυτό, της εξεταστικής, βλέπουν τον πανέμορφο ήλιο μέσα από μικρά, συρμάτινα τετραγωνάκια. Όλοι στο ίδιο pet-shop είμαστε, το ξέρω. Το βλέπω. Απλά, θα προτιμούσα, αντί για το κλουβάκι μου, να ήμουν σε μια γυάλα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου