Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα R.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα R.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Το Απέραντο Απέναντι και τα Χαμστεράκια, by R.



Ζέστη. Μεσημέρι Δευτέρας στη Θεσσαλονίκη. Ησυχία, σχετική – αν εξαιρέσω εκείνη τη γάτα που ουρλιάζει χωρίς λόγο και αιτία εδώ και μία ώρα. Πού και πού περνάει και κανένα αυτοκίνητο, έτσι , για να ξεγελιόμαστε ότι αυτό από κάτω είναι δρόμος και όχι μια γκρι, στραβή γραμμή που το μόνο που κάνει είναι να χωρίζει τις πολυκατοικίες σε δύο απέναντι όχθες. Ποταμού; Όχι φυσικά. Εμείς οι όχθες είμαστε μόνο – για ποτάμια απευθυνθείτε αλλού.

Και πόσο διάβασμα να αντέξεις; Έρχεται ο εγκέφαλος (ο ποιος;) και τρίζει στις απότομες στροφές, ‘παίζει’ νευρικά το πόδι, πρήζεται και το μάτι και γίνεσαι σαν το ρακούν απ’ την Ποκαχόντας - αλλά λιγότερο αξιαγάπητο και με πολύ (πάρα πολύ) λιγότερη ενέργεια για παιχνίδια και άλλα τέτοια συναφή. Και βγαίνεις στη βεράντα.

Βασικά, δεν ξέρω αν η δική μου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «βεράντα». Δηλαδή, οκέικ, προεκτείνεται επαρκώς εξωτερικά του παραθύρου (πώς τα λέω η επιστημόνισσα;;) έχει κάγκελα, το σχετικό διαχωριστικό, μια βρυσούλα (ο Θεός να την κάνει) κ μπόλικη σκόνη, φύλλα, κάτι χαρτάκια απροσδιορίστου προελεύσεως, και άλλα πολλά που δεν δύναμαι να αναλύσω. Και τι έλεγα; Α, ναι, δε νομίζω, λοιπόν, ότι η δική μου είναι βεράντα, διότι δεν έχω καθίσει και ποτέ εκεί. Δεν έχουμε ούτε καρέκλα, ούτε καν ένα σκαμπό! Και κάτω δε γίνεται να καθίσω (βλ. παραπάνω). Όποτε βγαίνω, είμαι όρθια και είτε ανεβο-κατεβάζω την τέντα, ή απλώνω τα ρούχα (ντάξει, λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα) . Αλλά πάντα όρθια. Οπότε είναι τώρα αυτό βεράντα; Δεν ξέρω. Είχα βγει, λοιπόν, να με ‘χτυπήσει’ λίγο το φως του ήλιου (γιατί για αέρα, ούτε λόγος) και να τσεκάρω αν ο έξω κόσμος είναι όπως τον θυμόμουν –

Με τον καφέ στο χέρι πλησίασα τα κάγκελα και άρχισα να στριφογυρίζω το βλέμμα μου εδώ κι εκεί, χωρίς να δίνω ιδιαίτερη σημασία. Στο μυαλό μου επέπλεε το θέμα της εργασίας - και η ενοχή ότι έπρεπε να την έχω ΗΔΗ τελειώσει. Τα απέναντι διαμερίσματα ήρεμα. Μεσημέρι γαρ. Μπαλκονόπορτες ορθάνοιχτες (ποιοι κλέφτες;) και κουρτίνες να ανεμίζουν σαν λάβαρα – έτσι όπως κοιτούσα, σαν στόματα μου φαίνονταν: έτοιμα να ουρλιάξουν κάτι αλλά τόσο μα τόσο σιωπηλά. Σαν να ήθελαν κάπως να εκφραστούν αλλά δεν ήξεραν σε ποια γλώσσα να μιλήσουν.

Σε μια βεράντα ένας κύριος. Κλασική αμφίεση «Ω, ναι, έχω μπυρο-κοιλιά αλλά δε με νοιάζει επειδή το καλοκαίρι επιτρέπεται να έχεις μπυρο-κοιλιά και να μη φοράς μπλούζα», ρουφούσε μανιωδώς από ένα κουτάκι χυμού (δε λέω τη μάρκα, μην κάνουμε και διαφήμιση – άμα θέλετε, κύριε Μέτοχε, μόνο υπαμοιβής!) και περιφερόταν γύρω-γύρω. Αυτά στον τέταρτο. Στον τρίτο τίποτα. Μόνο ένα τραπέζι πλαστικό, άσπρο, γεμάτο γλάστρες. Α, και ένα φτυαράκι παιδικό, αφημένο σε μιαν άκρη. Πορτοκαλί ήταν. Είχα κι εγώ ένα τέτοιο.

Στο δεύτερο, συνωστισμός! Μια λωρίδα μπαλκόνι, σαν περίσσιο ύφασμα μοδίστρας, χωρισμένο στα τρία – και πώς να ράψεις; Στη μία άκρη μία νεαρή γυναίκα με τσιγάρο στο χέρι και καφέ. Ενδυμασία «Σπίτι μου είμαι, ό, τι θέλω φοράω» (και καλά κάνεις, λέω ‘γω!), παραδίπλα το καροτσάκι και μέσα το παιδάκι της. Μη με ρωτάτε αν είναι αγόρι ή κορίτσι – δε βλέπω τόσο καλά μακριά (αφήστε που, ναι ντρέπομαι, αλλά δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν τα μικρά είναι αγοράκια ή κοριτσάκια χωρίς κάποια ένδειξη, π.χ. φιογκάκι)! Κάπνιζε, κάπνιζε, ντουμάνιασε ο τόπος όλος! Αυτό το έρμο το παιδάκι, ότι γλίτωσε εννέα μήνες στην κοιλιά, τα «λούζεται» τώρα. Υποτίθεται θα το βγάζει έξω για να παίρνει καθαρό αέρα – λέω γω τώρα…

Στο ακριβώς διπλανό διαμέρισμα μια άλλη κυρία. Ενδυμασία «Ναι, με χωράει η ροζ μου η φόρμα ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΓΙΕΤΕΣ από παραπρόπερσι που πήγαινα γυμναστήριο και τη φοράω ακόμα!» έπλενε κάτι χαλιά. Μέσα στο λιοπύρι, χαρά στο κουράγιο της. Πάντως, πρέπει να είναι πολύ νοικοκυρά (ή πολύ παστρικιά) γιατί όποτε κοιτάω απέναντι, πάντα κάτι πλένει. Ενίοτε σαπουνίζει και τα κάγκελα (ήμαρτον - και εγώ που νόμιζα ότι η γιαγιά μου είναι η μόνη ψυχοπαθής που πλένει το πεζοδρόμιο…).. Βασικά, το πρόσωπό της δεν μου έδινε την αίσθηση ότι το πολύ-ευχαριστιότανε αλλά, τέλος πάντων!

Στην άλλη άκρη, παραδίπλα απ’ την «Ευχαριστώ που δεν καπνίζετε» και δίπλα στην «Την Klinex τι την έχεις;;» μια κοπέλα στην ηλικία μου. Διάβαζε και αυτή η δόλια. Τα πόδια απλωμένα στα κάγκελα, καρέκλα γραφείου πρέπει να ήταν αυτό – δεν κάνω λάθος – και παρακεί ο καφές. Είχε αυτή την έκφραση … τη γνωστή. Πού είναι ίδια για όλους από τότε που κάποιος σαδιστής είπε: «Ρε σεις, δε δημιουργούμε και εξεταστικές, να μη ρουτινιάζουν τα παιδιά;;» Αυτή η έκφραση που δεν αντέχεις άλλο αλλά ΠΡΕΠΕΙ να αντέξεις λίγο παραπάνω. Λίγο. Να ‘βγει’ το κωλοκεφάλαιο και μετά θα πέσεις να ψοφήσεις για κανένα τρίωρο. Και μετά (μάλλον) θα είσαι καλύτερα.

Συνέχισα να ατενίζω το απέραντο απέναντι και να σκέφτομαι διάφορα.



Πώς είμαστε έτσι; Σαν τα χαμστεράκια στα pet-shop. Το καθένα έχει το σπιτάκι/κλουβάκι του όπου ζει με άλλα ζωάκια του ιδίου είδους, ενίοτε και μόνο του. Στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο (όχι, προς Θεού, δεν το διαλέξαμε εμείς, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού μας έβαλε). Και, καμιά φορά, ξεμυτίζει κάποιος από εμάς για τόσο λίγο. Ίσα-ίσα να κάνει μια βολτίτσα στο πριονίδι ή να στροβιλιστεί για λίγο στη ρόδα. Μπορεί να πιεί λίγο νεράκι και μετά θα πάει πάλι μέσα. Πού αλλού; Δεν έχει και πολλά περιθώρια περιπλάνησης. Ένα τόσο δα κλουβάκι είναι. Και δεν φτάνει αυτό: από εδώ μέσα ο κόσμος είναι κάπως… όλο τετραγωνάκια. Σαν τσίγκινος, σαν πλεγμένος, σαν περιφραγμένος. Εκτός και αν κοιτάξεις προς τα μέσα. Εκεί τετραγωνάκια δεν έχει. Αλλά τι να λέει; Μέσα αν στρέψεις το βλέμμα, τη μούρη σου θα δεις και το πριονίδι που πατάς. Αυτά τα πολλά. Και τα ζωάκια περιμένουν να έρθει κάποιος. Περιμένουν να γίνουν «κάποιου», να γίνουν το «δικό μου» στην πρόταση ενός άγνωστου που θα αποφασίσει ευθαρσώς πού θα μεταθέσει τον εγκλεισμό τους. Και περιμένουν. Και τρέχουν ακατάπαυστα στη ροδίτσα.

Κοιτάζω το δρόμο κάτω απ’ το μπαλκόνι. «Κοίτα να δεις!», σκέφτομαι, « Αυτά τα χαμστεράκια γιατί περπατάνε στο δρόμο; Πώς βγήκαν; Θα πρέπει αυτή η μαλακία που στεγάζει τη ροδίτσα μου κάπου να έχει κάποια πόρτα! Δε γίνεται! Αυτοί πως βγήκαν;; … Αλλά, βασικά, ΕΓΩ πώς μπήκα εδώ μέσα;;;»

Την βρήκα τελικά την πορτίτσα. Ω, ναι, υπάρχει. Μικρή είναι, ίσα-ίσα που χωράς. Αλλά υπάρχει. Και, για δες, εδώ δεν έχει τετραγωνάκια! Όχι, δεν έχει! Τέλεια! Θα κάνω μία μεγάλη βόλτα και θα γυρίσω πίσω. Αλλά την πόρτα δεν θα την κλείσω γιατί και εγώ θα ξαναβγώ σύντομα, και άσε που μπορεί κάποιος να θέλει να μπει… Τι «γιατί να μπει κάποιος άλλος στο κλουβί σου;;» Τι ερωτήσεις είναι αυτές;; Πας καθόλου καλά; Δε βλέπεις ότι η ροδίτσα μου – απλά - «τα σπάει»;;;;



Αφιερωμένο σε όλες τις φοιτήτριες και τους φοιτητές που, τον καιρό αυτό, της εξεταστικής, βλέπουν τον πανέμορφο ήλιο μέσα από μικρά, συρμάτινα τετραγωνάκια. Όλοι στο ίδιο pet-shop είμαστε, το ξέρω. Το βλέπω. Απλά, θα προτιμούσα, αντί για το κλουβάκι μου, να ήμουν σε μια γυάλα…

Τις φωτογραφίες τις βρήκα εδώ, εδώ κι εδώ.

Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

Συγκοινωνιακές περιπτύξεις, by R.

Τα αστικά. Μεγάλη εφεύρεση. Περιμένεις, περιμένεις (ενίοτε περιμένεις κι άλλο κι ακόμη λίγο) και αυτά περνάνε προγραμματισμένα (κάπως) και ανοίγουν φσσστ τις πόρτες τους διάπλατα και εσύ στριμώχνεσαι από’ δω, τραβάς τα πόδι να μην σου το κλείσει η πόρτα από’ κει, ξεσκαλώνεις την τσάντα ανάμεσα από τα αβυσσαλέα στέρνα των αξιολάτρευτων γιαγιάδων που μπαστακώθηκαν στην είσοδο(καμιά μέρα θα πιάσω καμία και θα τη ρωτήσω «γιατί έχεις στηθεί σαν τσολιάς στα ανάκτορα μπροστά στην είσοδο, τον Ο.Α.Σ.Θ. μου μέσα;; αφού σε επτά στάσεις κατεβαίνεις!!!), σου πέφτουν τα ακουστικά απ’ το mp3, πας να τα επαναφέρεις, σου πέφτει το εισιτήριο, γυρνάς να το πιάσεις και άθελά σου σπρώχνεις τον πισινό και τον μπροστινό σου και πάει λέγοντας.

Έτσι, κάθε μέρα πας, έρχεσαι, εδώ, εκεί. Κάποιες μέρες, μέρες με νεύρα και αγανάκτηση, εύχεσαι να ζούσες σε ένα χωριό στο Νεπάλ, με μία κατσίκα (όχι, δύο είναι πολλές - μία φτάνει) και μία κότα και ο μακρινότερος προορισμός να ήταν το ρυάκι κάτω απ’ το σπίτι σου – ποιο σπίτι, δηλαδή, την καλύβα εννοώ. Ξέρεις, εκείνες οι μέρες που σε εκνευρίζουν τα πάντα, ακόμα και τα πόμολα στις πόρτες διότι δεν εφαρμόζουν πλήρως στην παλάμη σου.

Άλλες πάλι μέρες δε σε νοιάζει. Όχι, οι γριές ακόμη στην πόρτα κάθονται, απλά, εσένα δε σε νοιάζει. Είναι από εκείνες τις μέρες που χωρίς λόγο είσαι χαρούμενη. Όχι, δεν έγινε κάτι, απλά είσαι έτσι, χαρούμενη. Και δεν πειράζει η κίνηση, και δεν πειράζει η ζέστη, και το στρίμωγμα είναι τόσο μα τόσο λίγο και αμυδρό που ούτε καν νιώθεις τον μεσόκοπο κύριο να στηρίζεται πάνω στην πλάτη σου όση ώρα προσπαθεί να «χτυπήσει» το εισιτήριο. Είναι εκείνες οι μέρες που το λεωφορείο καθυστερεί μα, για κάποιο λόγο, δεν πειράζει.

Τι έλεγα, α, ναι, τα αστικά… Αναγκαίο κακό. Ταξί κάθε μέρα δε γίνεται. Και να θες, θα μείνεις χωρίς λεφτά και δε λέει. Οπότε στριμώχνεσαι κυριολεκτικά για να μην στριμωχτείς οικονομικά. Και αμάξι «δεν παίζει» με τίποτα – προς το παρόν τουλάχιστον. Στάση – εισιτήριο – ο ποπός σου πάνω στον ποπό μου. Μια μέρα λοιπόν, από αυτές που δε σε νοιάζει, τις «δεν ‘πα ν’ αργήσει μέχρι μεθαύριο το γαμημένο το λεωφορείο» μέρες, επιβιβάστηκα κι εγώ σε ένα για να πάω σπιτάκι μου – Κυριακή απόγευμα στη Θεσσαλονίκη κάποια στιγμή το Μάη.

Κλασικός πανικός. Χέρια εδώ, πόδια εκεί, σακούλες, λουλούδια (γαμώ την ανθοέκθεση γαμώ!) καλάμια ψαρέματος (!) και άλλα πολλά. Και σε μια θέση μία μαμά με δύο παιδάκια, ένα κοριτσάκι που καθόταν στην αγκαλιά της, και ένα αγοράκι που καθόταν ακριβώς απέναντι. Το κοριτσάκι ήρεμα πράγματα: αγκαλίτσες, ναζάκια και χαδάκια με τη μαμά. Το αγοράκι όμως… Έκατσε στη θέση με όλους τους πιθανούς τρόπους. Ορθόδοξα, ξέρεις, ποπουδάκι στο πάνω μέρος και ποδαράκια να κρέμονται, γονατιστός, όρθιος, ένα πόδι πάνω – ένα πόδι κάτω, μόνο χέρια πάνω, στο πλάι, διαγώνια, έπιανε τον ορθοστάτη και έκανε σαν στριπτιζέζ σε πρεμιέρα, τραβούσε με λύσσα τη μία μεριά της καρέκλας (όχι, καμάρι μου, δεν ξεκολλάει!) κλπ κλπ. Το Κάμα Σούτρα της θέσης μιλάμε! Η μαμά ήρεμη (τι να έκανε;) η αδερφούλα στο ίδιο στυλ (αγκαλίτσες, ναζάκια, μυτούλες) αλλά αυτός εκεί, ασταμάτητος.

Κάποια στιγμή – και αφού είχα αρχίσει να ζαλίζομαι κάπως, είναι η αλήθεια – ένας κύριος που καθότανε δίπλα (εδώ να σημειώσω ότι εγώ ήμουν όρθια…) έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα στον μικρό και του είπε: «Σταμάτα πια βρε! Δεν κουράστηκες; Εδώ είναι αστικό, δεν είναι παιδική χαρά!» Σιωπή. Ο μικρός τον κοίταξε, τον ξανακοίταξε, και γύρισε να καθίσει «ορθόδοξα» στη θέση του. Και το αστικό συνέχιζε την πορεία του. Και η μαμά ήρεμη.

Λιγάκι αργότερα, ο κόσμος είχε αρχίσει να αραιώνει, ο μικρός άρχισε πάλι τα ίδια: πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά. Πιο έντονα και με πιο πολύ ζήλο τη φορά αυτή. Ο κύριος τον αγριοκοίταξε και του είπε: «Καλά, βλέπεις κανέναν άλλο εδώ μέσα να κάνει έτσι; Μόνο εσύ δεν κάθεσαι ήσυχα!» Και ο μικρός, με ένα βλέμμα υπεροχής και υπερηφάνειας απάντησε: «Και ‘μενα τι με νοιάζει άμα δεν κάνουν οι άλλοι; Εγώ θέλω και κάνω. Και άμα θες κάνε και εσύ!». «Κόκκαλο» εκείνος, «κόκκαλο» και εγώ, ήρεμη η μαμά. Και ο μικρός πάνω – κάτω και πάνω – κάτω.

Το αστικό προχώρησε και ο κύριος κατέβηκε σε μία στάση. Σιγά – σιγά πιάστηκε απ’ το διπλανό κάθισμα, πάτησε επίμονα το κουμπί (άνθρωποι του Θεού, με τη μία «πιάνει», δε χρειάζεται και δεύτερη) και κατέβηκε αργά τα σκαλιά. Στο πεζοδρόμιο έβαλε βιαστικά το χέρι στην τσέπη, έβγαλε ένα τσιγάρο και άρχισε να φουμάρει μέχρι που χάθηκε πίσω από κάποιο περίπτερο.

Στην επόμενη στάση κατέβηκε και η μαμά με τα παιδιά. Ο μικρός εκτινάχτηκε, όρμησε προς την πόρτα, με μία δρασκελιά προσγειώθηκε στο πεζοδρόμιο και άρχισε να τρέχει προς την άκρη του τετραγώνου. Και το λεωφορείο συνέχισε και τον έχασα από τα μάτια μου.

Κάθισα στη θέση που προηγουμένως καθόταν η μαμά και έμεινα να αναρωτιέμαι. Τι είχε πει ο μικρός; «Κι άμα θες, κάνε και εσύ.» Αλαζονικά νέος και ζωντανός απάντησε στη «σοβαρότητα» και την ωριμότητα που σου προσδίδουν οι ηλικίες που αρχίζουν από έξι. Κι άμα θες και εσύ κάνε. Κάνε. Ό,τι θες. Κάνε τώρα ή μετά. Αλλά κάνε. Μια μέρα θα μάθει και ο μικρός ότι ο «μεγάλος» θα’ θελε (αχ, πόσο θα’ θελε!) να «κάνει» αλλά ή δε μπορεί πια, ή δε θέλει. Ή ίσως ποτέ να μην έκανε. Ίσως ποτέ να μην ήθελε. Αλλά, ακόμα κι αν έκανε, τώρα πια δε θυμάται.

Με γέμισε ελπίδα το παιδάκι αυτό. Στην ηλικία του κι εγώ «έκανα». Αλλά το καλύτερο είναι ότι ακόμα «κάνω». Γιατί θέλω. Και τι πειράζει που δεν θέλουν οι άλλοι; Είναι μια όμορφη Κυριακή στη Θεσσαλονίκη κι αυτός ο ήλιος όλα τα επιτρέπει – αυτός ο Μάης φωνάζει «Κάνε!». Κάνω γιατί θέλω, γιατί το είπε και ο μικρός και εγώ τον πιστεύω – δε μπορώ να κάνω κι αλλιώς! Κάνω και δε με νοιάζει ακόμα κι αν τους ενοχλώ έτσι όπως ανήσυχα κουνιέμαι στην θέση, στην τελική, αν τόσο πολύ τσαντίζονται, ας πάρουνε ταξί…


Ευτυχώς που υπάρχει και η R. και ανανεώνεται το blog μου. Τις εικόνες τις βρήκα μετά από ψάξιμο στο google εδώ και εδώ.

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

We are not, by R.

Όταν ξεκινούσα αυτό το blog δεν είχα στο μυαλό μου το ενδεχόμενο να φιλοξενήσω κείμενα άλλων. Να που μου ζητήθηκε όμως, κι από άνθρωπο που εκτιμώ, οπότε δε μπορώ να το αρνηθώ. Μιας κι εγώ δεν γράφω τίποτα εδώ και τόσο καιρό, ας ανανεωθεί το blog μου με κείμενο κάποιου άλλου.

We are not


Even if we stayed for a lifetime, it still would not be enough.

Never will we say that now we are ready to depart.

And yet we do.

We pack, we leave.

Separated by space we walk united in time.

In an earth that seeks to become, we somehow manage to be.

And we are together.

Under a sky that never ceases to destroy we somehow survive-

for now.

And we continue.

Do not ask me where we are-

Do not ask me where we are going.

All I know is that we go-

And that we go together.

No hand can I hold but yours that is not here.

No face can I see but yours that my sight never reaches.

No laughter do I ever hear but yours that never ceases.

And we go.

Don’t ask me where-

All I know is we are going together.

You are here and then you are not-

And yet here you are again.

As if you never leave.

And yet I may not touch you.

And then you come back and I come back

And we are indeed together.

Like a splinter in life’s wooden surface we become.

And then we are

together.

We enjoy a day in the sun;

Together

We hold no fear, no remorse.

Together

We can.

Together

We are.

And then we go again;

somewhere new, somewhere far

away.

And it seems as though the road is always stretching

And I stand on one end

And you stand on the other.

Together,

The two edges of the earth.

And we move

Separately but together.

I take a step

You take a step.

We walk.

As if we are holding hands.

Until some day we meet again.

And,

Suddenly,

it seems like never when

together

we were not.