Tony Judt
The Memory Chalet
εκδ. Penguin, σελ. 240
Εδώ και λίγες εβδομάδες τα social media έχουν κατακλυστεί με βίντεο όπου οι χρήστες κάνουν το Ice Bucket Challenge. Την περασμένη Κυριακή, η ένωση για το ALS ανακοίνωσε πως συγκεντρώθηκαν εκατό εκατομμύρια δολάρια, και όλοι εξοικειωθήκαμε με την αρρώστια που λέγεται Αμυοτροφική Πλευρική Σκλήρυνση. Ενας από τους διασημότερους ασθενείς ήταν ο ιστορικός Τόνι Τζαντ, ο οποίος διαγνώστηκε με τη νόσο το 2008. Τα βράδια, πριν κοιμηθεί, κι ενώ η νόσος ήταν ήδη προχωρημένη, άρχισε να χρησιμοποιεί την τεχνική απομνημόνευσης που είναι γνωστή ως «παλάτι της μνήμης», ανασύροντας ιστορίες από τη ζωή του. Τα πρωινά τις διηγούνταν στη βοηθό του και αυτή τις κατέγραφε. Παρότι δεν σκόπευε να τις δημοσιοποιήσει, οι φίλοι του και ο ατζέντης του τον έπεισαν να δημοσιεύσει αρχικά κάποιες από αυτές στο New York Review of Books και, τελικά, εκδόθηκαν όλες σε αυτό το βιβλίο. Ευτυχώς.
Αποκτούμε έτσι προνομιακή πρόσβαση στη σκέψη του συγγραφέα, μέσω της παράθεσης στιγμών από κάθε φάση της ζωής του. Με αφορμή τη γειτονιά του, το λεωφορείο που έπαιρνε για το σχολείο, ή τη λιτότητα με την οποία μεγάλωσαν τα παιδιά της εποχής του, αναπαριστά τις συνθήκες που επικρατούσαν στο μεταπολεμικό Λονδίνο. Αναφέρεται επίσης στις προτιμήσεις και τις συνήθειες των γονιών του, αποκαλύπτοντας στρώσεις από το παρελθόν της οικογένειάς του. Ο λογοτέχνης, που του πρότειναν κάποτε να γίνει, συναντιέται με τον ιστορικό, που τελικά έγινε. Η μικροϊστορία της προσωπικής του οπτικής γίνεται ταυτόχρονα και μακροϊστορία μέσα από την ατμόσφαιρα που περιγράφει.
Το ενδιαφέρον του για την πολιτική διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο, όπως εκείνη σημάδεψε τη ζωή του. Το 1968 ήταν είκοσι χρόνων. Εζησε τις επαναστάσεις της Δυτικής Ευρώπης, γοητεύτηκε από τους διάφορους «-ισμούς» που ήταν τότε στη μόδα, πέρασε μέχρι και από κιμπούτς για να καταλήξει από πολύ νωρίς, όπως ο ίδιος ομολογεί, σε αυτό που ήταν μέχρι τέλους: ένας καθ’ όλα σοσιαλδημοκράτης. Απεχθανόταν τις ιδιωτικοποιήσεις θεωρώντας τες υπεύθυνες για την παρακμή του σιδηροδρόμου και την ακρίβεια των αστικών συγκοινωνιών στη Μ. Βρετανία, ενώ εκτιμούσε όσους δεν ήθελαν να κυνηγήσουν το εύκολο κέρδος και επέλεξαν να εργαστούν σε θέσεις του Δημοσίου, σε επαγγέλματα σχετικά με την παιδεία και την κοινωνική προσφορά.
Από παντού αναδίδεται μια έντονη αίσθηση νοσταλγίας. Το σήμερα συγκρίνεται με το χθες και φαίνεται να ηττάται. Ωστόσο, δεν είναι επιεικής με τη γενιά του. Καταλογίζει τις ευθύνες που της αναλογούν με κάθε δυνατή ευκαιρία, αναγνωρίζοντας όμως ότι οι άνθρωποί της είχαν περισσότερες δυνατότητες στην επαγγελματική τους αποκατάσταση απ’ ό,τι οι επόμενες γενιές.
Παρά τις ομοιότητες που υπάρχουν με το «Πριν το τέλος» του Κρίστοφερ Χίτσενς (Μεταίχμιο, 2013, μτφρ. Κατερίνα Σχινά), πρόκειται για ένα αρκετά διαφορετικό βιβλίο, καθώς δεν αφορά ολοκληρωτικά την ασθένεια του συγγραφέα. Ο ίδιος εξάλλου συνέχισε να δίνει συνεντεύξεις, ομιλίες, ακόμα και να γράφει βιβλία, παρόλο που η καθημερινότητά του γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη.
Τα τρένα
Εκτός από τα εισαγωγικά κείμενα, αναφέρεται στο ALS ελάχιστα, με πιο χαρακτηριστικές στιγμές την επιφυλλίδα σχετικά με τα τρένα και αυτή σχετικά με τις λέξεις. Η σχέση του Τόνι Τζαντ με τα τρένα είναι γνωστή στην Ελλάδα, εξαιτίας του βιβλίου που εκδόθηκε πρόσφατα από το ΜΙΕΤ. Οπότε δεν προκαλεί έκπληξη όταν γράφει πως το πιο καταθλιπτικό γι’ αυτόν είναι ότι δεν θα ταξιδέψει ποτέ ξανά πάνω σε ράγες – αυτός, ένας άνθρωπος που μετράει την Ευρώπη σε χρόνο τρένου. Αλλά και στις «Λέξεις», το κείμενο στο οποίο εξομολογείται πως η ομιλία είναι «το νόημα της ενήλικης ύπαρξης», διαβάζουμε ότι εκείνος που ζούσε από τη γραφή και δίνοντας διαλέξεις, τη στιγμή που γράφει αυτές τις επιφυλλίδες, μπορεί μόνο να μεταμορφώνει «τις σκέψεις σε λέξεις», και όχι πια «τις λέξεις σε ομιλία».
Το βιβλίο αυτό είναι σημαντικό γιατί ανακαλύπτουμε τα συστατικά που δημιούργησαν αυτόν τον σπουδαίο διανοούμενο. Σοσιαλδημοκράτης και ελιτιστής· ιστορικός με πολλές ευρωπαϊκές λογοτεχνικές αναφορές· Αμερικανός κατά τύχη, αλλά Νεοϋορκέζος από επιλογή· Αγγλος που λατρεύει το Λονδίνο, αλλά θα ήθελε να μπορούσε να πεθάνει σε ένα γραφικό χωριό των Ελβετικών Αλπεων. Σε μια εποχή που δεν συνηθιζόταν, απέφυγε τον πλήρη εναγκαλισμό κάθε είδους ταυτότητας. Ενας άνθρωπος γεμάτος ετερόκλητα χαρακτηριστικά, όπως η γεύση που θα τον γύριζε στο ιδανικό παρελθόν του: «Ινδικό ψωμί, βουτηγμένο σε εβραϊκή σούπα, σερβιρισμένο από έναν σερβιτόρο με καταγωγή από τη Μαντράς που μιλάει γίντις».
Ο Τόνι Τζαντ πέθανε τον Αύγουστο του 2010, τρεις μήνες πριν από την έκδοση του «Memory Chalet».
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, Τέχνες και Γράμματα, 07.09.2014
The Memory Chalet
εκδ. Penguin, σελ. 240
Εδώ και λίγες εβδομάδες τα social media έχουν κατακλυστεί με βίντεο όπου οι χρήστες κάνουν το Ice Bucket Challenge. Την περασμένη Κυριακή, η ένωση για το ALS ανακοίνωσε πως συγκεντρώθηκαν εκατό εκατομμύρια δολάρια, και όλοι εξοικειωθήκαμε με την αρρώστια που λέγεται Αμυοτροφική Πλευρική Σκλήρυνση. Ενας από τους διασημότερους ασθενείς ήταν ο ιστορικός Τόνι Τζαντ, ο οποίος διαγνώστηκε με τη νόσο το 2008. Τα βράδια, πριν κοιμηθεί, κι ενώ η νόσος ήταν ήδη προχωρημένη, άρχισε να χρησιμοποιεί την τεχνική απομνημόνευσης που είναι γνωστή ως «παλάτι της μνήμης», ανασύροντας ιστορίες από τη ζωή του. Τα πρωινά τις διηγούνταν στη βοηθό του και αυτή τις κατέγραφε. Παρότι δεν σκόπευε να τις δημοσιοποιήσει, οι φίλοι του και ο ατζέντης του τον έπεισαν να δημοσιεύσει αρχικά κάποιες από αυτές στο New York Review of Books και, τελικά, εκδόθηκαν όλες σε αυτό το βιβλίο. Ευτυχώς.
Αποκτούμε έτσι προνομιακή πρόσβαση στη σκέψη του συγγραφέα, μέσω της παράθεσης στιγμών από κάθε φάση της ζωής του. Με αφορμή τη γειτονιά του, το λεωφορείο που έπαιρνε για το σχολείο, ή τη λιτότητα με την οποία μεγάλωσαν τα παιδιά της εποχής του, αναπαριστά τις συνθήκες που επικρατούσαν στο μεταπολεμικό Λονδίνο. Αναφέρεται επίσης στις προτιμήσεις και τις συνήθειες των γονιών του, αποκαλύπτοντας στρώσεις από το παρελθόν της οικογένειάς του. Ο λογοτέχνης, που του πρότειναν κάποτε να γίνει, συναντιέται με τον ιστορικό, που τελικά έγινε. Η μικροϊστορία της προσωπικής του οπτικής γίνεται ταυτόχρονα και μακροϊστορία μέσα από την ατμόσφαιρα που περιγράφει.
Το ενδιαφέρον του για την πολιτική διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο, όπως εκείνη σημάδεψε τη ζωή του. Το 1968 ήταν είκοσι χρόνων. Εζησε τις επαναστάσεις της Δυτικής Ευρώπης, γοητεύτηκε από τους διάφορους «-ισμούς» που ήταν τότε στη μόδα, πέρασε μέχρι και από κιμπούτς για να καταλήξει από πολύ νωρίς, όπως ο ίδιος ομολογεί, σε αυτό που ήταν μέχρι τέλους: ένας καθ’ όλα σοσιαλδημοκράτης. Απεχθανόταν τις ιδιωτικοποιήσεις θεωρώντας τες υπεύθυνες για την παρακμή του σιδηροδρόμου και την ακρίβεια των αστικών συγκοινωνιών στη Μ. Βρετανία, ενώ εκτιμούσε όσους δεν ήθελαν να κυνηγήσουν το εύκολο κέρδος και επέλεξαν να εργαστούν σε θέσεις του Δημοσίου, σε επαγγέλματα σχετικά με την παιδεία και την κοινωνική προσφορά.
Από παντού αναδίδεται μια έντονη αίσθηση νοσταλγίας. Το σήμερα συγκρίνεται με το χθες και φαίνεται να ηττάται. Ωστόσο, δεν είναι επιεικής με τη γενιά του. Καταλογίζει τις ευθύνες που της αναλογούν με κάθε δυνατή ευκαιρία, αναγνωρίζοντας όμως ότι οι άνθρωποί της είχαν περισσότερες δυνατότητες στην επαγγελματική τους αποκατάσταση απ’ ό,τι οι επόμενες γενιές.
Παρά τις ομοιότητες που υπάρχουν με το «Πριν το τέλος» του Κρίστοφερ Χίτσενς (Μεταίχμιο, 2013, μτφρ. Κατερίνα Σχινά), πρόκειται για ένα αρκετά διαφορετικό βιβλίο, καθώς δεν αφορά ολοκληρωτικά την ασθένεια του συγγραφέα. Ο ίδιος εξάλλου συνέχισε να δίνει συνεντεύξεις, ομιλίες, ακόμα και να γράφει βιβλία, παρόλο που η καθημερινότητά του γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη.
Τα τρένα
Εκτός από τα εισαγωγικά κείμενα, αναφέρεται στο ALS ελάχιστα, με πιο χαρακτηριστικές στιγμές την επιφυλλίδα σχετικά με τα τρένα και αυτή σχετικά με τις λέξεις. Η σχέση του Τόνι Τζαντ με τα τρένα είναι γνωστή στην Ελλάδα, εξαιτίας του βιβλίου που εκδόθηκε πρόσφατα από το ΜΙΕΤ. Οπότε δεν προκαλεί έκπληξη όταν γράφει πως το πιο καταθλιπτικό γι’ αυτόν είναι ότι δεν θα ταξιδέψει ποτέ ξανά πάνω σε ράγες – αυτός, ένας άνθρωπος που μετράει την Ευρώπη σε χρόνο τρένου. Αλλά και στις «Λέξεις», το κείμενο στο οποίο εξομολογείται πως η ομιλία είναι «το νόημα της ενήλικης ύπαρξης», διαβάζουμε ότι εκείνος που ζούσε από τη γραφή και δίνοντας διαλέξεις, τη στιγμή που γράφει αυτές τις επιφυλλίδες, μπορεί μόνο να μεταμορφώνει «τις σκέψεις σε λέξεις», και όχι πια «τις λέξεις σε ομιλία».
Το βιβλίο αυτό είναι σημαντικό γιατί ανακαλύπτουμε τα συστατικά που δημιούργησαν αυτόν τον σπουδαίο διανοούμενο. Σοσιαλδημοκράτης και ελιτιστής· ιστορικός με πολλές ευρωπαϊκές λογοτεχνικές αναφορές· Αμερικανός κατά τύχη, αλλά Νεοϋορκέζος από επιλογή· Αγγλος που λατρεύει το Λονδίνο, αλλά θα ήθελε να μπορούσε να πεθάνει σε ένα γραφικό χωριό των Ελβετικών Αλπεων. Σε μια εποχή που δεν συνηθιζόταν, απέφυγε τον πλήρη εναγκαλισμό κάθε είδους ταυτότητας. Ενας άνθρωπος γεμάτος ετερόκλητα χαρακτηριστικά, όπως η γεύση που θα τον γύριζε στο ιδανικό παρελθόν του: «Ινδικό ψωμί, βουτηγμένο σε εβραϊκή σούπα, σερβιρισμένο από έναν σερβιτόρο με καταγωγή από τη Μαντράς που μιλάει γίντις».
Ο Τόνι Τζαντ πέθανε τον Αύγουστο του 2010, τρεις μήνες πριν από την έκδοση του «Memory Chalet».
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, Τέχνες και Γράμματα, 07.09.2014