Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Αυτοβιογραφία μιας πόλης

Χουάν Γκάμπριελ Βάσκεζ
Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν
μετ.: Αχιλλέας Κυριακίδης
εκδ. Ίκαρος, σελ. 296











Τα πράγματα που ανεβαίνουν δεν παράγουν ήχο. Hχο κάνουν τα πράγματα όταν πέφτουν. Και μάλιστα μόνο στο τέλος της πτώσης τους. Το μυθιστόρημα του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες με τον άκρως ποιητικό και μεταφορικό τίτλο ξεκινά με μία πτώση πεζή και κυριολεκτική. Eνας ιπποπόταμος, που έχει δραπετεύσει από τον ζωολογικό κήπο του Πάμπλο Εσκομπάρ, πέφτει νεκρός από τα πυρά του στρατού της Κολομβίας.

Η είδηση αυτή είναι αρκετή για να πυροδοτήσει τη μνήμη του πρωταγωνιστή και αφηγητή Αντόνιο Γιαμάρα, νεαρού καθηγητή Νομικής, και να του θυμίσει έναν παλιό γνωστό του, τον Ρικάρδο Λαβέρδε, ο οποίος μετά τον θάνατο του Πάμπλο Εσκομπάρ είχε εκφράσει ανησυχία για την τύχη του ζωολογικού του κήπου και των ζώων που φιλοξενούνταν εκεί.


Ο Αντόνιο γνώρισε τον Ρικάρντο στο σφαιριστήριο όπου σύχναζε. Μεταξύ τους δημιουργήθηκε μια υποτυπώδης σχέση, που περιελάμβανε μερικές παρτίδες μπιλιάρδου, αρκετό ρούμι και λίγες κουβέντες. Τα μόνα που γνώριζε για τον Ρικάρντο ήταν πως ήταν συνταξιούχος πιλότος και πως πέρασε αρκετά χρόνια στη φυλακή.


Παρά την έλλειψη βάθους στη σχέση των δύο ανδρών, η γνωριμία τους αποδείχτηκε καθοριστική για τον Αντόνιο, μιας και ο Ρικάρντο δολοφονήθηκε δίπλα του από τους επιβάτες μια διερχόμενης μοτοσικλέτας. Μία από τις σφαίρες τραυμάτισε και τον ίδιο.


Το τραύμα τού άφησε ένα κινητικό και ένα σεξουαλικό πρόβλημα. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι τον έκανε ένα φοβισμένο άνθρωπο, γεμάτο ανησυχία για τη σωματική ακεραιότητα του ίδιου και της οικογένειάς του. Ο φόβος αυτός είναι πολύ πιο σύνθετος από ένα συνηθισμένο μετατραυματικό στρες. Η ύπαρξή του βρίσκεται στην τομή της σύγχρονης ιστορίας της Μπογκοτά. Δολοφονίες πολιτικών, μαφιόζικες εκτελέσεις, καταρρίψεις αεροπλάνων, ξεκαθάρισμα λογαριασμών στο καρτέλ ναρκωτικών και αεροπορικά δυστυχήματα ήταν γεγονότα που καθόρισαν την ιστορία της πρωτεύουσας της Κολομβίας τη δεκαετία του ’80. Για τον Αντόνιο, γεννημένο τη δεκαετία του ’70 -όπως και ο συγγραφέας- αυτές ήταν οι εικόνες της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας. Η σφαίρα που δέχθηκε τις επανέφερε στο μυαλό του, και μαζί με αυτές τον φόβο στην καθημερινότητά του.


Ο Αντόνιο ξεκινάει έτσι μία έρευνα για τα αίτια του θανάτου του φίλου του, αλλά και για τις άγνωστες πτυχές της ζωής του. Σε αυτήν την έρευνα αποκτά έναν απρόσμενο συνοδοιπόρο, τη Μάγια, την κόρη του Ρικάρντο, η οποία τον προσεγγίζει γιατί θέλει και αυτή με τη σειρά της να μάθει τις λεπτομέρειες του θανάτου του πατέρα της.
Μαζί ανατρέχουν σε παλαιά έγγραφα, γράμματα και δημοσιεύματα και ανασυνθέτουν την ιστορία της ζωής του Ρικάρντο και της γυναίκας του και μητέρας της Μάγια, Ιλέιν Φριτς, που έφτασε στην Μπογκοτά στα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέσω του αμερικανικού Ειρηνευτικού Σώματος. Δημιουργείται έτσι μια δίνη που ρουφάει τον αναγνώστη όλο και βαθύτερα στη σύγχρονη ιστορία της Κολομβίας. Ταυτόχρονα με την εθελοντική δράση των νεαρών Αμερικανών, αναπτύσσεται και το εμπόριο ναρκωτικών. Το εύκολο κέρδος του εμπορίου ινδικής κάνναβης και κοκαΐνης είναι πολύ δελεαστικό, και σε αυτό συμμετέχει και ο Ρικάρντο, ως πιλότος-μεταφορέας.


Στο πρόσωπο της Μάγια, ο Αντόνιο βρίσκει την κατανόηση που δεν βρήκε από τη σύζυγό του. Λειτουργεί σαν alter ego του γιατί και στη δική της μνήμη έχει εγγραφεί ο φόβος τού να μεγαλώνεις σε μια πόλη όπου άνθρωποι πέφτουν νεκροί ανά πάσα στιγμή.
Ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες έγραψε ένα συναρπαστικό, πολυεπίπεδο μυθιστόρημα. Η ιστορία της πόλης και της χώρας του μπλέκεται με τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων του. Γράφει για την τυχαιότητα και τη μνήμη, για το πώς αναμετριέται κάποιος με την απώλεια, πώς αντιμετωπίζει τον φόβο, πώς είναι να μεγαλώνεις σε μια κοινωνία που σε τροφοδοτεί συνεχώς με ειδήσεις για βίαια γεγονότα. Η ουσία του μυθιστορήματος βρίσκεται σε μια απόκριση ενός από τους πρωταγωνιστές: «Λες και μπορεί να υπάρξει αθωότητα σε αυτή τη χώρα...».


Ολα αυτά γίνονται με μια σφιχτοδεμένη πλοκή με νουάρ αποχρώσεις και αριστοτεχνική γραφή η οποία επιτρέπει την ομαλή μετάβαση στις διαφορετικές χρονικές περιόδους του μυθιστορήματος. Η εξίσου καλή μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη και οι πολύτιμες σημειώσεις του βοηθούν όχι μόνο στην κατανόηση των εν πολλοίς άγνωστων στο ελληνικό κοινό μερών και συνηθειών μιας άλλης χώρας, αλλά και στην παρακολούθηση του ευρέος φάσματος των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών αναφορών του Βάσκεζ.


Αν και απέχει πολύ από τον μαγικό ρεαλισμό, είναι ένα έργο βουτηγμένο πότε στο λευκό ρούμι της Μπογκοτά, πότε στον χυμό κάποιου από τα εξωτικά φρούτα των πόλεων της εξοχής, το οποίο σε σημαδεύει όπως η άκρη της στέκας του μπιλιάρδου γεμίζει γαλάζια μισοφέγγαρα στον τοίχο.




Δεν υπάρχουν σχόλια: