Χάνα Κεντ
Έθιμα Ταφής
μετ.: Μαρία Αγγελίδου
εκδ.: Ίκαρος, σελ. 420
Η Ισλανδία είναι μια χώρα μακρινή, σχεδόν εξωτική στα μάτια των περισσότερων. Η ατμόσφαιρα που αποπνέει συνοψίζεται στην αίσθηση που βγάζει η πιο προβεβλημένη Ισλανδή ποπ σταρ, η Μπγιορκ. Είναι απόμακρη, αιθέρια και παγωμένη, αλλά δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Δεν ήταν όμως αυτά τα χαρακτηριστικά που έκαναν τη Χάνα Κεντ, την εικοσιοκτάχρονη συγγραφέα με καταγωγή από την άλλη άκρη της γης -την Αυστραλία-, να τοποθετήσει το λογοτεχνικό της ντεμπούτο εκεί. Αυτό που την οδήγησε στη Βόρεια Ισλανδία του 19ου αιώνα ήταν η τραγική ιστορία της Αγκνες.
Η Αγκνες είναι η κεντρική ηρωίδα του συναρπαστικού μυθιστορήματος «Εθιμα Ταφής». Πρόκειται για πρόσωπο υπαρκτό, υπηρέτρια σε διάφορα αγροκτήματα, που καταδικάστηκε μαζί με μια νεαρή κοπέλα κι έναν άντρα για τον φόνο δύο αντρών. Ο ένας εκ των δύο ήταν ο τελευταίος εργοδότης και εραστής της. Το όνομά της έχει μείνει γνωστό γιατί ήταν η τελευταία γυναίκα που αποκεφαλίστηκε στην Ισλανδία.
Το ενδιαφέρον της Χάνα Κεντ επικεντρώνεται στο να πει την ιστορία της Αγκνες. Μέσα από τα δικά της μάτια, με τα σημερινά φίλτρα σχετικά με τη θέση της γυναίκας στον κόσμο, μελετά τα αρχεία και επανασυστήνει με πιστότητα μία ηρωίδα διαφορετική από τις υπόλοιπες γυναίκες της περιοχής της και της εποχής της. Η Αγκνες δεν ήταν θρησκευόμενη, παρότι είχε λάβει την υποχρεωτική θρησκευτική εκπαίδευση και γνώριζε απέξω αποσπάσματα από την Αγία Γραφή. Πίστευε σε σάγκες και παραδοσιακές δοξασίες, τις οποίες αναπαρήγαγε με μεγάλη ευκολία σε συζητήσεις. Η μητέρα της ήταν και αυτή υπηρέτρια - η ταυτότητα του πατέρα της παρέμενε συγκεχυμένη. Παρά την ιδιότητά της, ήταν μορφωμένη και τολμηρή. Εκανε έρωτα με άντρες για απόλαυση, χωρίς να έχει δεσμό. Ολα αυτά δικαιολογούν εν μέρει την αντιμετώπιση που είχε. Από την πρώτη στιγμή όλοι τη θεώρησαν ένοχη, αυτουργό της δολοφονίας των δύο αντρών, σε αντίθεση με τη συγκατηγορουμένη της, στην οποία από την αρχή έδειξαν μεγαλύτερη επιείκεια λόγω της αθωότητας που συνεπαγόταν η ηλικία της. Η συγγραφέας δεν διστάζει να θέσει έτσι στο στόχαστρο την κοινωνία της Βόρειας Ισλανδίας για την καταδίκη και την κατάληξη της Αγκνες, να στηλιτεύσει όλους αυτούς τους φανατικά πιστούς που διέδιδαν τις φήμες που άκουγαν, δυσχεραίνοντας τη θέση της ηρωίδας του μυθιστορήματος.
Η δύναμη της πραγματικής ιστορίας εισβάλλει στη μυθοπλασία της Κεντ με μια επιλογή από επίσημα έγγραφα που συναντούμε στην αρχή κάθε κεφαλαίου: γράμματα, δικαστικές αποφάσεις, μαρτυρίες, ακόμα και ποιήματα τα οποία συνέλεξε η συγγραφέας κατά τη διάρκεια της έρευνάς της. Αυτό το συγγραφικό τέχνασμα μας επαναφέρει από τη μυθοπλασία στην πραγματικότητα και τούμπαλιν, δίνοντας στην ιστορία τη δύναμη της μη μυθοπλαστικής αφήγησης. Σύμμαχος αυτού είναι και η γλώσσα: λιτή και κοφτερή στα περιγραφικά κομμάτια του βιβλίου, συγχρονίζεται με την εποχή, τον τόπο, το ψυχρό τοπίο και τα συναισθήματα που θέλει να προκαλέσει· πιο λυρική και κρυπτική στους εσωτερικούς μονολόγους της Αγκνες. Στοιχεία της έρευνας που έχει κάνει η Κεντ εντοπίζονται και στις περιγραφές της αγροτικής ζωής της εποχής, των κλιματικών δυσκολιών, το πώς αυτές αντιμετωπίζονταν, αλλά και στις ανατριχιαστικές αναπαραστάσεις της σφαγής των ζώων και της μετέπειτα εκμετάλλευσης και συντήρησης του κρέατός τους.
Οι περισσότεροι χαρακτήρες που συναντούμε στο μυθιστόρημα -κάποιοι από αυτούς υπαρκτά πρόσωπα, άλλοι όχι- είναι ήρωες που αναδεικνύουν κομμάτια της ιστορίας και του χαρακτήρα της Αγκνες. Η αφήγηση καταγράφει τους τελευταίους μήνες της ζωής της σε ένα αγρόκτημα όπου φυλάσσεται μέχρι την εκτέλεσή της. Σε αυτό το διάστημα, συνδιαλέγεται με τα μέλη της οικογένειας που τη φιλοξενεί, τους εργάτες και τους γείτονες καθώς και με τον ιερωμένο που έχει αναλάβει την κατήχησή της. Η ταυτότητα των χαρακτήρων αρχικά μοιάζει μονοδιάστατη, όσο όμως εξελίσσεται η ιστορία και αυξάνεται η τριβή των ηρώων με την Αγκνες, οι αποχρώσεις των σχέσεων γίνονται πιο λεπτές και πολυεπίπεδες, και το βάθος στη μεταξύ τους επικοινωνία χτίζεται επιτυχώς, με ιδιαίτερη ένταση, συναισθηματική φόρτιση και στοιχεία συμπάθειας να ξεπροβάλλουν.
Πλησιάζοντας στο φινάλε, η ιστορία της τραγικής γυναίκας ξεδιπλώνεται αργά, κάνοντας ακόμα πιο πνιγηρή την ήδη βαριά ατμόσφαιρα. Γινόμαστε σταδιακά κοινωνοί της αλήθειας της Αγκνες, γιατί η ουσία και ο στόχος του βιβλίου βρίσκεται εκεί. Η κατάληξη μάς είναι γνωστή εκ των προτέρων, η ηρωίδα είναι ήδη καταδικασμένη και από το δικαστήριο αλλά και από την κοινωνία. Η Χάνα Κεντ κερδίζει το στοίχημά της, αφού κάνει τον αναγνώστη γρήγορα να μην ενδιαφέρεται τόσο για τη γνώση, για το ποιος ήταν δηλαδή υπεύθυνος για τις δολοφονίες, αλλά για την κατανόηση αυτής της δραματικής ηρωίδας.
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, Τέχνες και Γράμματα, 15.02.2015
Έθιμα Ταφής
μετ.: Μαρία Αγγελίδου
εκδ.: Ίκαρος, σελ. 420
Η Ισλανδία είναι μια χώρα μακρινή, σχεδόν εξωτική στα μάτια των περισσότερων. Η ατμόσφαιρα που αποπνέει συνοψίζεται στην αίσθηση που βγάζει η πιο προβεβλημένη Ισλανδή ποπ σταρ, η Μπγιορκ. Είναι απόμακρη, αιθέρια και παγωμένη, αλλά δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Δεν ήταν όμως αυτά τα χαρακτηριστικά που έκαναν τη Χάνα Κεντ, την εικοσιοκτάχρονη συγγραφέα με καταγωγή από την άλλη άκρη της γης -την Αυστραλία-, να τοποθετήσει το λογοτεχνικό της ντεμπούτο εκεί. Αυτό που την οδήγησε στη Βόρεια Ισλανδία του 19ου αιώνα ήταν η τραγική ιστορία της Αγκνες.
Η Αγκνες είναι η κεντρική ηρωίδα του συναρπαστικού μυθιστορήματος «Εθιμα Ταφής». Πρόκειται για πρόσωπο υπαρκτό, υπηρέτρια σε διάφορα αγροκτήματα, που καταδικάστηκε μαζί με μια νεαρή κοπέλα κι έναν άντρα για τον φόνο δύο αντρών. Ο ένας εκ των δύο ήταν ο τελευταίος εργοδότης και εραστής της. Το όνομά της έχει μείνει γνωστό γιατί ήταν η τελευταία γυναίκα που αποκεφαλίστηκε στην Ισλανδία.
Το ενδιαφέρον της Χάνα Κεντ επικεντρώνεται στο να πει την ιστορία της Αγκνες. Μέσα από τα δικά της μάτια, με τα σημερινά φίλτρα σχετικά με τη θέση της γυναίκας στον κόσμο, μελετά τα αρχεία και επανασυστήνει με πιστότητα μία ηρωίδα διαφορετική από τις υπόλοιπες γυναίκες της περιοχής της και της εποχής της. Η Αγκνες δεν ήταν θρησκευόμενη, παρότι είχε λάβει την υποχρεωτική θρησκευτική εκπαίδευση και γνώριζε απέξω αποσπάσματα από την Αγία Γραφή. Πίστευε σε σάγκες και παραδοσιακές δοξασίες, τις οποίες αναπαρήγαγε με μεγάλη ευκολία σε συζητήσεις. Η μητέρα της ήταν και αυτή υπηρέτρια - η ταυτότητα του πατέρα της παρέμενε συγκεχυμένη. Παρά την ιδιότητά της, ήταν μορφωμένη και τολμηρή. Εκανε έρωτα με άντρες για απόλαυση, χωρίς να έχει δεσμό. Ολα αυτά δικαιολογούν εν μέρει την αντιμετώπιση που είχε. Από την πρώτη στιγμή όλοι τη θεώρησαν ένοχη, αυτουργό της δολοφονίας των δύο αντρών, σε αντίθεση με τη συγκατηγορουμένη της, στην οποία από την αρχή έδειξαν μεγαλύτερη επιείκεια λόγω της αθωότητας που συνεπαγόταν η ηλικία της. Η συγγραφέας δεν διστάζει να θέσει έτσι στο στόχαστρο την κοινωνία της Βόρειας Ισλανδίας για την καταδίκη και την κατάληξη της Αγκνες, να στηλιτεύσει όλους αυτούς τους φανατικά πιστούς που διέδιδαν τις φήμες που άκουγαν, δυσχεραίνοντας τη θέση της ηρωίδας του μυθιστορήματος.
Η δύναμη της πραγματικής ιστορίας εισβάλλει στη μυθοπλασία της Κεντ με μια επιλογή από επίσημα έγγραφα που συναντούμε στην αρχή κάθε κεφαλαίου: γράμματα, δικαστικές αποφάσεις, μαρτυρίες, ακόμα και ποιήματα τα οποία συνέλεξε η συγγραφέας κατά τη διάρκεια της έρευνάς της. Αυτό το συγγραφικό τέχνασμα μας επαναφέρει από τη μυθοπλασία στην πραγματικότητα και τούμπαλιν, δίνοντας στην ιστορία τη δύναμη της μη μυθοπλαστικής αφήγησης. Σύμμαχος αυτού είναι και η γλώσσα: λιτή και κοφτερή στα περιγραφικά κομμάτια του βιβλίου, συγχρονίζεται με την εποχή, τον τόπο, το ψυχρό τοπίο και τα συναισθήματα που θέλει να προκαλέσει· πιο λυρική και κρυπτική στους εσωτερικούς μονολόγους της Αγκνες. Στοιχεία της έρευνας που έχει κάνει η Κεντ εντοπίζονται και στις περιγραφές της αγροτικής ζωής της εποχής, των κλιματικών δυσκολιών, το πώς αυτές αντιμετωπίζονταν, αλλά και στις ανατριχιαστικές αναπαραστάσεις της σφαγής των ζώων και της μετέπειτα εκμετάλλευσης και συντήρησης του κρέατός τους.
Οι περισσότεροι χαρακτήρες που συναντούμε στο μυθιστόρημα -κάποιοι από αυτούς υπαρκτά πρόσωπα, άλλοι όχι- είναι ήρωες που αναδεικνύουν κομμάτια της ιστορίας και του χαρακτήρα της Αγκνες. Η αφήγηση καταγράφει τους τελευταίους μήνες της ζωής της σε ένα αγρόκτημα όπου φυλάσσεται μέχρι την εκτέλεσή της. Σε αυτό το διάστημα, συνδιαλέγεται με τα μέλη της οικογένειας που τη φιλοξενεί, τους εργάτες και τους γείτονες καθώς και με τον ιερωμένο που έχει αναλάβει την κατήχησή της. Η ταυτότητα των χαρακτήρων αρχικά μοιάζει μονοδιάστατη, όσο όμως εξελίσσεται η ιστορία και αυξάνεται η τριβή των ηρώων με την Αγκνες, οι αποχρώσεις των σχέσεων γίνονται πιο λεπτές και πολυεπίπεδες, και το βάθος στη μεταξύ τους επικοινωνία χτίζεται επιτυχώς, με ιδιαίτερη ένταση, συναισθηματική φόρτιση και στοιχεία συμπάθειας να ξεπροβάλλουν.
Πλησιάζοντας στο φινάλε, η ιστορία της τραγικής γυναίκας ξεδιπλώνεται αργά, κάνοντας ακόμα πιο πνιγηρή την ήδη βαριά ατμόσφαιρα. Γινόμαστε σταδιακά κοινωνοί της αλήθειας της Αγκνες, γιατί η ουσία και ο στόχος του βιβλίου βρίσκεται εκεί. Η κατάληξη μάς είναι γνωστή εκ των προτέρων, η ηρωίδα είναι ήδη καταδικασμένη και από το δικαστήριο αλλά και από την κοινωνία. Η Χάνα Κεντ κερδίζει το στοίχημά της, αφού κάνει τον αναγνώστη γρήγορα να μην ενδιαφέρεται τόσο για τη γνώση, για το ποιος ήταν δηλαδή υπεύθυνος για τις δολοφονίες, αλλά για την κατανόηση αυτής της δραματικής ηρωίδας.
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, Τέχνες και Γράμματα, 15.02.2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου