Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Μόνος στόχος η επιβίωση

Τζον Τσίβερ
Φάλκονερ
μετ.: Ιλάειρα Διονυσοπούλου
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 206










Ο Τζον Τσίβερ είναι ένας συγγραφέας που έχει αφήσει το δικό του στίγμα στις ΗΠΑ. Από τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες του μέχρι και σήμερα, 32 χρόνια μετά τον θάνατό του, δεν σταμάτησε να απασχολεί κριτικούς και αναγνώστες. Η επιρροή που άσκησε δεν ήταν μόνο λογοτεχνική, αλλά άγγιξε και την ποπ κουλτούρα. Φέτος, ο Matthew Weiner, δημιουργός της πολύ επιτυχημένης τηλεοπτικής σειράς Mad Men, παραδέχτηκε σε συνέντευξή του στο The Paris Review αυτό που πολλοί δημοσιογράφοι είχαν γράψει εδώ και καιρό: βασική του επιρροή για τη σειρά δεν είναι άλλη από τα διηγήματα του Τζον Τσίβερ.

Ωστόσο, στην Ελλάδα μόλις πέρυσι κυκλοφόρησε μια συλλογή διηγημάτων του («Ο Κολυμβητής», εκδ. Καστανιώτη) και φέτος κυκλοφορεί το σημαντικότερο μυθιστόρημά του, «Φάλκονερ», σε νέα μετάφραση.

«Φάλκονερ» είναι το όνομα της φυλακής όπου οδηγείται ο πρωταγωνιστής, Ιεζεκιήλ Φάραγκατ, ένας ηρωινομανής καθηγητής πανεπιστημίου, για τη δολοφονία του αδερφού του. Οι ακριβείς συνθήκες του εγκλήματος δεν αποκαλύπτονται ποτέ. Αυτό που έχει σημασία είναι η αφορμή που κάνει τον Φάραγκατ να σηκώσει τη μασιά και να επιτεθεί στον αδερφό του, Εμπεν. Κατά τη διάρκεια μιας λογομαχίας, ο Εμπεν αποκαλύπτει στον Φάραγκατ ότι ο πατέρας τους έφερε στο σπίτι ένα γιατρό που έκανε παράνομες εκτρώσεις για να απαλλαγεί από αυτόν, ενώ ήταν ακόμα στη μήτρα της μητέρας του.

Αυτή η αποκάλυψη ήρθε να προστεθεί σε μια ήδη άσχημη παιδική ηλικία στην οποία ο ίδιος αποδίδει και την εξάρτησή του από τα ναρκωτικά. Οπως μαθαίνουμε από τα συνεχή φλας μπακ του ήρωα μέσα στη φυλακή, οι γονείς του μεγάλωσαν τα παιδιά τους με πολλά ταξίδια και υψηλή μόρφωση, αλλά ταυτόχρονα με εξίσου μεγάλη ψυχρότητα και αποστασιοποίηση. Ο οικονομικός τους ξεπεσμός τούς ανάγκασε να εγκαταλείψουν την έπαυλη στην οποία ζούσαν και να μετακομίσουν στην οικογενειακή αγροικία εξαρτώντας τον βιοπορισμό τους από την εκμετάλλευση δύο αντλιών βενζίνης. Ο πατέρας του εκδηλώνει τότε τις πρώτες τάσεις αυτοκτονίας και η μητέρα του, ψυχρή και κυνική από πάντα, αγγίζει πλέον τα όρια της απάθειας.

Εξίσου προβληματικός με την παιδική του ηλικία είναι και ο μετέπειτα έγγαμος βίος του. Η γυναίκα του τού υπενθύμιζε ανά τακτά διαστήματα πόσο ανικανοποίητη ήταν από τη σχέση τους, πόσο δύσκολο της ήταν να συμφιλιωθεί με την εξάρτησή του. Παρέμενε μαζί του μόνο επειδή δεν κατάφερε τελικά να διαφύγει, παρά τις προσπάθειές της. Ο μονάκριβος γιος τους, σχεδόν ανύπαρκτος, δεν πάει ποτέ να δει τον πατέρα του στη φυλακή, ακούγοντας τις συμβουλές των ψυχολόγων του.

Η μνήμη του Φάραγκατ λειτουργεί σαν βοήθημα για να αντέξει τον εγκλεισμό του και οι διαδρομές που κάνει είναι πολλές και περίτεχνες. Ο ίδιος τη χαρακτηρίζει «εξίσου απείθαρχη με τα γεννητικά του όργανα». Η «απειθαρχία» αυτή αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι αποκτά για ερωτικό σύντροφο τον Τζόντι, τον καλύτερό του φίλο μέσα στη φυλακή, χωρίς να είναι ομοφυλόφιλος. Αλλά και όταν αυτός τον παρατάει, βρίσκει άλλους –ανώνυμους– σεξουαλικούς συντρόφους.

Σε κέντρο αποτοξίνωσης

Ο Τσίβερ, εξαρτημένος και ο ίδιος από το αλκοόλ, έγραψε το «Φάλκονερ» μετά τον εγκλεισμό του σε κέντρο αποτοξίνωσης. Εξαιτίας αυτού, πολλοί είναι εκείνοι που εντοπίζουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στο βιβλίο. Η μετά θάνατον αποκάλυψη της συζύγου του για την αμφισεξουαλικότητά του ενέτεινε αυτές τις εικασίες.

Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του μυθιστορήματος είναι ότι, ενώ έχουμε να κάνουμε με ένα κλασικό prison novel, ο Τσίβερ δεν χρησιμοποιεί για κεντρικό του ήρωα κάποιον περιθωριακό εγκληματία. Οπως συχνά και στα διηγήματά του, πρωταγωνιστής είναι ένας μορφωμένος, ευκατάστατος WASP (Λευκός Αγγλοσάξονας Προτεστάντης), με φαινομενικά στρωτή ζωή, μέχρι που κάτι πάει στραβά. Η επιλογή αυτού του είδους των πρωταγωνιστών επιτρέπει στον Τσίβερ να στηλιτεύει πτυχές της «τακτοποιημένης» αμερικανικής κοινωνίας, αναδεικνύοντας τον πουριτανισμό και την υποκρισία της. Οπως για παράδειγμα, την εμμονή να αποκαλούνται οι φυλακές «κέντρα αποκατάστασης» και την ειρωνεία να ετοιμάζεται το γήπεδο σόφτμπολ του «Φάλκονερ» να υποδεχτεί τον καρδινάλιο, τη στιγμή που κανονικά χρησιμοποιείται για τις εκτελέσεις. Του επιτρέπει όμως να καταδείξει και το πόσο πιο δύσκολη είναι η αποτυχία και η πτώση για εκείνους που η κοινωνία αναγνωρίζει ως προνομιούχους. Χαρακτηριστική είναι η αποκάλυψη του δικαστή ότι η ποινή του Φάραγκατ θα ήταν σίγουρα ελαφρύτερη αν δεν ανήκε σε αυτήν την κοινωνική ομάδα.

Το μυθιστόρημα τελειώνει με τη λέξη ευτυχία. Ενα πρωτόγνωρο συναίσθημα το οποίο για τον Φάραγκατ συνδέεται άρρηκτα με την ελευθερία. Δεν κατάφερε να τη βρει φεύγοντας από την πατρική εστία γιατί εγκλωβίστηκε στην εξάρτησή του και σ’ έναν αποτυχημένο γάμο. Μπαίνοντας όμως στην πραγματική φυλακή, την κατακτά στην προσπάθειά του να επιβιώσει.



Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, Τέχνες και Γράμματα, 27.07.2014

Δεν υπάρχουν σχόλια: