Ευθύμης Φιλίππου
Δημήτρη
εκδ. mnp, σελ. 64
Τη στιγμή που ανακοινώθηκε ότι μαζί με την πενταπλή κασετίνα με τις ανέκδοτες ζωντανές ηχογραφήσεις του Δημήτρη Μητροπάνου θα κυκλοφορήσει και το βιβλίο που έγραψε γι’ αυτόν ο Ευθύμης Φιλίππου, ξέραμε ότι θα διαβάζαμε ένα βιβλίο διαφορετικό. Αρχικά, και μόνο η είδηση ότι ο σεναριογράφος του «Κυνόδοντα», των «Αλπεων» και του «Lobster» έγραψε ένα βιβλίο για έναν από τους τελευταίους μεγάλους λαϊκούς τραγουδιστές προκάλεσε από μόνο του έκπληξη.
Εξίσου μεγάλη έκπληξη προκαλεί και η δομή του βιβλίου. Εντεκα άνθρωποι που έζησαν τον Δ. Μητροπάνο σε διαφορετικές χρονικές φάσεις της ζωής του μίλησαν, από διαφορετική οπτική γωνία ο καθένας, για την εμπειρία τους στον συγγραφέα. Εκείνος ανέλαβε να συνθέσει όλα όσα άκουσε σε έναν εναλλασσόμενο διάλογο χωρίς να μας αποκαλύπτει ποιος μιλάει κάθε φορά. Από τα συμφραζόμενα καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται άλλοτε για τις κόρες του, άλλοτε για έναν παιδικό του φίλο ή κάποιον συνεργάτη, έναν ηχολήπτη, για εκείνους που έπαιζαν μπουζούκι στην ορχήστρα του αλλά και για τον ίδιο τον Ευθύμη Φιλίππου.
Φως στον άνθρωπο
Αποτέλεσμα είναι να μη δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στο ποιος λέει τι, αλλά να επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας στις πληροφορίες για τον βιογραφούμενο. Χτίζεται έτσι μεθοδικά το προφίλ του ανθρώπου πίσω από τον λαϊκό τραγουδιστή. Μαθαίνουμε για την προστατευτικότητα που έδειχνε στους ανθρώπους που είχε κοντά του, για τη γενναιοδωρία του, για την επιβλητικότητά του. Μαθαίνουμε και άλλα πράγματα, που ίσως τα φανταζόμασταν ― όπως ότι ήταν ισχυρογνώμων, λιγομίλητος και ότι με τους περισσότερους κοντινούς του ανθρώπους είχε τσακωθεί κάποια στιγμή, ενώ λίγο αργότερα αποφάσιζαν ξαφνικά να τα ξεχάσουν όλα και να είναι πάλι αγαπημένοι.
Μαθαίνουμε όμως και πράγματα που δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε, πιο προσωπικά, που αφορούσαν τις καθημερινές του συνήθειες και ιδιοτροπίες ― είχε μια συγκεκριμένη θέση σε κάθε χώρο του σπιτιού και δεν μπορούσε να κάτσει αλλού, κατάφερνε να εκπληρώνει τις γονεϊκές υποχρεώσεις παρά το άστατο ωράριο και είχε τη συνήθεια να πίνει τον καφέ του στην παιδική κούπα της κόρης του.
Φυσικά, η καλλιτεχνική ζωή του Μητροπάνου δεν θα μπορούσε να λείπει από το βιβλίο. Και εδώ, όμως, η ματιά που της ρίχνουμε είναι λοξή. Δεν προσέχουμε τις λεπτομέρειες που φωτίζονταν όταν έβγαινε στη σκηνή, αλλά εκείνες που έμεναν στο σκοτάδι. Διαβάζουμε για ένα ζευγάρι που σηκώθηκε να χορέψει τις «Δυο νύχτες» και τους αποπήρε λέγοντάς τους ότι «δεν είναι ταγκό»· ήταν το ίδιο τραγούδι που φοβόταν η γυναίκα του ότι δεν θα καταφέρει να το ολοκληρώσει την περίοδο που δεν ήταν καλά. Διαβάζουμε, επίσης, και για την εμπιστοσύνη που έδειχνε στους συνεργάτες του και για τις φιλίες που ανέπτυξε με κάποιους από αυτούς. Αυτό που αναδεικνύεται ακόμα και μέσα από αυτές τις αφηγήσεις είναι περισσότερο ο άνθρωπος και λιγότερο ο καλλιτέχνης.
Είναι μια βιογραφία ασυνήθιστη. Δεν είναι μια στιβαρή και αντικειμενική παρουσίαση της ζωής του Μητροπάνου, αλλά ένα έργο ιδιαίτερο, πιο κοντά στο ύφος του Ευθύμη Φιλίππου. Δεν χαρακτηρίζεται από αντικειμενικότητα και συναισθηματική αποστασιοποίηση, γιατί και οι έντεκα άνθρωποι που μιλάνε μιλάνε για έναν άνθρωπο που αγαπούσαν και τους λείπει. Η πυρετώδης προφορικότητα της γλώσσας ενισχύει την αίσθηση αυτή και την αποτυπώνει σχεδόν αδιαμεσολάβητα στις σελίδες του βιβλίου.
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, Τέχνες και Γράμματα, 17.05.2015
Δημήτρη
εκδ. mnp, σελ. 64
Τη στιγμή που ανακοινώθηκε ότι μαζί με την πενταπλή κασετίνα με τις ανέκδοτες ζωντανές ηχογραφήσεις του Δημήτρη Μητροπάνου θα κυκλοφορήσει και το βιβλίο που έγραψε γι’ αυτόν ο Ευθύμης Φιλίππου, ξέραμε ότι θα διαβάζαμε ένα βιβλίο διαφορετικό. Αρχικά, και μόνο η είδηση ότι ο σεναριογράφος του «Κυνόδοντα», των «Αλπεων» και του «Lobster» έγραψε ένα βιβλίο για έναν από τους τελευταίους μεγάλους λαϊκούς τραγουδιστές προκάλεσε από μόνο του έκπληξη.
Εξίσου μεγάλη έκπληξη προκαλεί και η δομή του βιβλίου. Εντεκα άνθρωποι που έζησαν τον Δ. Μητροπάνο σε διαφορετικές χρονικές φάσεις της ζωής του μίλησαν, από διαφορετική οπτική γωνία ο καθένας, για την εμπειρία τους στον συγγραφέα. Εκείνος ανέλαβε να συνθέσει όλα όσα άκουσε σε έναν εναλλασσόμενο διάλογο χωρίς να μας αποκαλύπτει ποιος μιλάει κάθε φορά. Από τα συμφραζόμενα καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται άλλοτε για τις κόρες του, άλλοτε για έναν παιδικό του φίλο ή κάποιον συνεργάτη, έναν ηχολήπτη, για εκείνους που έπαιζαν μπουζούκι στην ορχήστρα του αλλά και για τον ίδιο τον Ευθύμη Φιλίππου.
Φως στον άνθρωπο
Αποτέλεσμα είναι να μη δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στο ποιος λέει τι, αλλά να επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας στις πληροφορίες για τον βιογραφούμενο. Χτίζεται έτσι μεθοδικά το προφίλ του ανθρώπου πίσω από τον λαϊκό τραγουδιστή. Μαθαίνουμε για την προστατευτικότητα που έδειχνε στους ανθρώπους που είχε κοντά του, για τη γενναιοδωρία του, για την επιβλητικότητά του. Μαθαίνουμε και άλλα πράγματα, που ίσως τα φανταζόμασταν ― όπως ότι ήταν ισχυρογνώμων, λιγομίλητος και ότι με τους περισσότερους κοντινούς του ανθρώπους είχε τσακωθεί κάποια στιγμή, ενώ λίγο αργότερα αποφάσιζαν ξαφνικά να τα ξεχάσουν όλα και να είναι πάλι αγαπημένοι.
Μαθαίνουμε όμως και πράγματα που δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε, πιο προσωπικά, που αφορούσαν τις καθημερινές του συνήθειες και ιδιοτροπίες ― είχε μια συγκεκριμένη θέση σε κάθε χώρο του σπιτιού και δεν μπορούσε να κάτσει αλλού, κατάφερνε να εκπληρώνει τις γονεϊκές υποχρεώσεις παρά το άστατο ωράριο και είχε τη συνήθεια να πίνει τον καφέ του στην παιδική κούπα της κόρης του.
Φυσικά, η καλλιτεχνική ζωή του Μητροπάνου δεν θα μπορούσε να λείπει από το βιβλίο. Και εδώ, όμως, η ματιά που της ρίχνουμε είναι λοξή. Δεν προσέχουμε τις λεπτομέρειες που φωτίζονταν όταν έβγαινε στη σκηνή, αλλά εκείνες που έμεναν στο σκοτάδι. Διαβάζουμε για ένα ζευγάρι που σηκώθηκε να χορέψει τις «Δυο νύχτες» και τους αποπήρε λέγοντάς τους ότι «δεν είναι ταγκό»· ήταν το ίδιο τραγούδι που φοβόταν η γυναίκα του ότι δεν θα καταφέρει να το ολοκληρώσει την περίοδο που δεν ήταν καλά. Διαβάζουμε, επίσης, και για την εμπιστοσύνη που έδειχνε στους συνεργάτες του και για τις φιλίες που ανέπτυξε με κάποιους από αυτούς. Αυτό που αναδεικνύεται ακόμα και μέσα από αυτές τις αφηγήσεις είναι περισσότερο ο άνθρωπος και λιγότερο ο καλλιτέχνης.
Είναι μια βιογραφία ασυνήθιστη. Δεν είναι μια στιβαρή και αντικειμενική παρουσίαση της ζωής του Μητροπάνου, αλλά ένα έργο ιδιαίτερο, πιο κοντά στο ύφος του Ευθύμη Φιλίππου. Δεν χαρακτηρίζεται από αντικειμενικότητα και συναισθηματική αποστασιοποίηση, γιατί και οι έντεκα άνθρωποι που μιλάνε μιλάνε για έναν άνθρωπο που αγαπούσαν και τους λείπει. Η πυρετώδης προφορικότητα της γλώσσας ενισχύει την αίσθηση αυτή και την αποτυπώνει σχεδόν αδιαμεσολάβητα στις σελίδες του βιβλίου.
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, Τέχνες και Γράμματα, 17.05.2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου