Γκάρι Στάινγκαρτ
Μικρή Αποτυχία: Μια αυτοβιογραφια
μτφρ: Νίκος Α. Μάντης
εκδ. Καστανιώτης, σελ. 480
Στο άκρως αυτοσαρκαστικό βίντεο που γυρίστηκε με τη συμμετοχή γνωστών Αμερικανών ηθοποιών για την προώθηση της «Μικρής αποτυχίας», η υπεύθυνη του εκδοτικού οίκου ανακοινώνει στον Γκάρι Στάινγκαρτ ότι κατέληξαν σε αυτόν τον τίτλο έπειτα από έρευνα, επειδή οι λέξεις «μικρός» και «αποτυχία» είναι εκείνες με τις οποίες τον περιγράφουν οι αναγνώστες. Η πραγματική προέλευση του τίτλου όμως δεν είναι καθόλου αστεία. «Μικρή αποτυχία» είναι το χαϊδευτικό με το οποίο προσφωνούσε τον Στάινγκαρτ η μητέρα του, κάνοντας μία μείξη ρωσικών και αγγλικών λέξεων: Failurshka.
Η απόφαση του Στάινγκαρτ να γράψει την αυτοβιογραφία του σε ηλικία 42 ετών, ενώ έχει χρησιμοποιήσει ήδη πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία στα μυθιστορήματά του, ίσως φαίνεται μεγαλομανής· η αναγνωστική απόλαυση που προσφέρει όμως στον αναγνώστη τον δικαιώνει, το ίδιο και η διεθνής κριτική που το χαρακτήρισε το καλύτερο βιβλίο του.
Η ζωή του άλλωστε είναι αρκετά μυθιστορηματική. Γεννήθηκε στη Σοβιετική Ενωση στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και έζησε εκεί μέχρι που υπογράφηκε η συμφωνία μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ, Τζίμι Κάρτερ, και του ηγέτη της Σοβιετικής Ενωσης, Λεονίντ Μπρέζνιεφ, η οποία έδινε τη δυνατότητα στους Ρωσοεβραίους κατοίκους της Σοβιετικής Ενωσης να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ. Η οικογένειά του εκμεταλλεύτηκε αυτή την ευκαιρία, προκαλώντας σοκ στον επτάχρονο συγγραφέα που είχε ταυτίσει τις ΗΠΑ με τη λέξη «εχθρός».
Τo στοίχημα της προσαρμογής στη νέα του πατρίδα κερδήθηκε σταδιακά. Μπορεί οι συνθήκες διαβίωσης να εξασθένισαν σχετικά γρήγορα την «εχθρότητά» του, η βελτίωση των σχέσεων με τους γύρω του όμως χρειάστηκε περισσότερο καιρό. Ξεκίνησε με την πλήρη αποβολή της ρωσικής του προφοράς από τα αγγλικά, συνεχίστηκε με την αύξηση της δημοφιλίας του στο εβραϊκό σχολείο και ολοκληρώθηκε με μια τελετουργία την πρώτη μέρα του Στάινγκαρτ στο λύκειό του στο Μανχάταν: αφού έχει παίξει φρίσμπι με τους –πολλών και διαφορετικών εθνικοτήτων- συμμαθητές του, συνειδητοποιεί στον δρόμο της επιστροφής ότι κανείς δεν τον κοιτάει, κανείς δεν του δίνει σημασία, κανείς δεν προσέχει ότι είναι Ρώσος. Κατάλαβε έτσι ότι απέκτησε τη χαρακτηριστικότερη ιδιότητα του Νεοϋορκέζου: να περνάει απαρατήρητος.
Εκτός από τη διαχείριση της δισυπόστατης ταυτότητάς του, σημαντικό μέρος του βιβλίου καταλαμβάνει και η συγγραφική του ενηλικίωση – από την πρώτη του απόπειρα στα πέντε του χρόνια με την παρότρυνση της γιαγιάς του, έως το πρώτο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ.
Η θεματική, όμως, που επανέρχεται συνεχώς είναι η δυσλειτουργική σχέση του Στάινγκαρτ με τους γονείς του, οι οποίοι δυσκολεύτηκαν πολύ περισσότερο να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, και οι συνήθειές τους έφερναν τον γιο τους συχνά σε δύσκολη θέση.
Ούτε όμως οι ιδιωτικές τους στιγμές ήταν καλύτερες. Η σκληρότητα με την οποία τον μεγάλωναν στη Ρωσία δεν υποχώρησε με τη μετανάστευση. Μετά τους καβγάδες, η μητέρα του συνήθιζε να μην του μιλάει για μέρες και όταν πλέον εκείνος ενηλικιώθηκε και ζούσε μόνος του, τον χρέωνε για τα φαγητά που του έδινε: ένα δολάριο για κάθε κοτολέτα. Ο πατέρας του από την άλλη τον ζήλευε, δηλώνοντας πως θα έπρεπε εκείνος να είχε ασχοληθεί με τα καλλιτεχνικά αντί για τον γιο του. Σε μια γιορτή ανακοίνωσε για «πλάκα», με ένα μείγμα απογοήτευσης και χαιρεκακίας, πως σε μια λίστα με τους καλύτερους συγγραφείς που βρήκε στο Ιντερνετ ο γιος του είναι μόλις στη θέση 30, σε αντίθεση με τον αρχισυντάκτη του New Yorker που καταλάμβανε υψηλότερη θέση.
Η βία που ασκείται στον συγγραφέα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του δεν είναι μόνο ψυχολογική, αλλά και φυσική. Οταν το υπενθυμίζει στον πατέρα του, η απάντησή του είναι αποστομωτική: «Ετσι μάθαμε εμείς».
Με αυτό το βιβλίο ο Στάινγκαρτ προσπαθεί ακριβώς να καταλάβει σε τι συνίσταται αυτό το «εμείς».
Γνωρίζοντας πως η απάντηση δεν είναι εύκολη, προσεγγίζει το ζήτημα παραθέτοντας τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του, χωρίς καμία φειδώ στην αυτοσαρκαστική του διάθεση. Κάθε σκηνή ισορροπεί στη λεπτή γραμμή μεταξύ γέλιου και συγκίνησης, ενώ πίσω από τις προτάσεις του χαρισματικού αφηγητή μπορεί κανείς να εντοπίσει τον απόηχο της εβραϊκής αυτοαναφορικότητας του Γούντι Αλεν και στοιχεία από τους ερωτομανείς χαρακτήρες του Φίλιπ Ροθ.
Παρότι δεν ακολούθησε τη συμβουλή του πατέρα του, που του είπε να μη γράψει τη «Μικρή αποτυχία» «σαν Εβραίος που μισεί τον εαυτό του», εκείνος καταφέρνει τελικά να συμφιλιωθεί με τους γονείς του. Το συγκινητικό τελευταίο κεφάλαιο βάζει τέλος στην κόντρα τους με τον πλέον παραστατικό τρόπο: ενώ στην αρχή κάθε κεφαλαίου συναντούμε μια φωτογραφία του Στάινγκαρτ συνοδευόμενη από μία αστεία φράση, κάτω από την τελευταία πρόταση βρίσκεται –χωρίς κανένα σχόλιο– μια πρόσφατη φωτογραφία των γονιών του που κάθονται απέναντί του και ποζάρουν χαμογελώντας.
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, Τέχνες και Γράμματα, 22.05.2016
Μικρή Αποτυχία: Μια αυτοβιογραφια
μτφρ: Νίκος Α. Μάντης
εκδ. Καστανιώτης, σελ. 480
Στο άκρως αυτοσαρκαστικό βίντεο που γυρίστηκε με τη συμμετοχή γνωστών Αμερικανών ηθοποιών για την προώθηση της «Μικρής αποτυχίας», η υπεύθυνη του εκδοτικού οίκου ανακοινώνει στον Γκάρι Στάινγκαρτ ότι κατέληξαν σε αυτόν τον τίτλο έπειτα από έρευνα, επειδή οι λέξεις «μικρός» και «αποτυχία» είναι εκείνες με τις οποίες τον περιγράφουν οι αναγνώστες. Η πραγματική προέλευση του τίτλου όμως δεν είναι καθόλου αστεία. «Μικρή αποτυχία» είναι το χαϊδευτικό με το οποίο προσφωνούσε τον Στάινγκαρτ η μητέρα του, κάνοντας μία μείξη ρωσικών και αγγλικών λέξεων: Failurshka.
Η απόφαση του Στάινγκαρτ να γράψει την αυτοβιογραφία του σε ηλικία 42 ετών, ενώ έχει χρησιμοποιήσει ήδη πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία στα μυθιστορήματά του, ίσως φαίνεται μεγαλομανής· η αναγνωστική απόλαυση που προσφέρει όμως στον αναγνώστη τον δικαιώνει, το ίδιο και η διεθνής κριτική που το χαρακτήρισε το καλύτερο βιβλίο του.
Η ζωή του άλλωστε είναι αρκετά μυθιστορηματική. Γεννήθηκε στη Σοβιετική Ενωση στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και έζησε εκεί μέχρι που υπογράφηκε η συμφωνία μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ, Τζίμι Κάρτερ, και του ηγέτη της Σοβιετικής Ενωσης, Λεονίντ Μπρέζνιεφ, η οποία έδινε τη δυνατότητα στους Ρωσοεβραίους κατοίκους της Σοβιετικής Ενωσης να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ. Η οικογένειά του εκμεταλλεύτηκε αυτή την ευκαιρία, προκαλώντας σοκ στον επτάχρονο συγγραφέα που είχε ταυτίσει τις ΗΠΑ με τη λέξη «εχθρός».
Τo στοίχημα της προσαρμογής στη νέα του πατρίδα κερδήθηκε σταδιακά. Μπορεί οι συνθήκες διαβίωσης να εξασθένισαν σχετικά γρήγορα την «εχθρότητά» του, η βελτίωση των σχέσεων με τους γύρω του όμως χρειάστηκε περισσότερο καιρό. Ξεκίνησε με την πλήρη αποβολή της ρωσικής του προφοράς από τα αγγλικά, συνεχίστηκε με την αύξηση της δημοφιλίας του στο εβραϊκό σχολείο και ολοκληρώθηκε με μια τελετουργία την πρώτη μέρα του Στάινγκαρτ στο λύκειό του στο Μανχάταν: αφού έχει παίξει φρίσμπι με τους –πολλών και διαφορετικών εθνικοτήτων- συμμαθητές του, συνειδητοποιεί στον δρόμο της επιστροφής ότι κανείς δεν τον κοιτάει, κανείς δεν του δίνει σημασία, κανείς δεν προσέχει ότι είναι Ρώσος. Κατάλαβε έτσι ότι απέκτησε τη χαρακτηριστικότερη ιδιότητα του Νεοϋορκέζου: να περνάει απαρατήρητος.
Εκτός από τη διαχείριση της δισυπόστατης ταυτότητάς του, σημαντικό μέρος του βιβλίου καταλαμβάνει και η συγγραφική του ενηλικίωση – από την πρώτη του απόπειρα στα πέντε του χρόνια με την παρότρυνση της γιαγιάς του, έως το πρώτο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ.
Η θεματική, όμως, που επανέρχεται συνεχώς είναι η δυσλειτουργική σχέση του Στάινγκαρτ με τους γονείς του, οι οποίοι δυσκολεύτηκαν πολύ περισσότερο να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, και οι συνήθειές τους έφερναν τον γιο τους συχνά σε δύσκολη θέση.
Ούτε όμως οι ιδιωτικές τους στιγμές ήταν καλύτερες. Η σκληρότητα με την οποία τον μεγάλωναν στη Ρωσία δεν υποχώρησε με τη μετανάστευση. Μετά τους καβγάδες, η μητέρα του συνήθιζε να μην του μιλάει για μέρες και όταν πλέον εκείνος ενηλικιώθηκε και ζούσε μόνος του, τον χρέωνε για τα φαγητά που του έδινε: ένα δολάριο για κάθε κοτολέτα. Ο πατέρας του από την άλλη τον ζήλευε, δηλώνοντας πως θα έπρεπε εκείνος να είχε ασχοληθεί με τα καλλιτεχνικά αντί για τον γιο του. Σε μια γιορτή ανακοίνωσε για «πλάκα», με ένα μείγμα απογοήτευσης και χαιρεκακίας, πως σε μια λίστα με τους καλύτερους συγγραφείς που βρήκε στο Ιντερνετ ο γιος του είναι μόλις στη θέση 30, σε αντίθεση με τον αρχισυντάκτη του New Yorker που καταλάμβανε υψηλότερη θέση.
Η βία που ασκείται στον συγγραφέα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του δεν είναι μόνο ψυχολογική, αλλά και φυσική. Οταν το υπενθυμίζει στον πατέρα του, η απάντησή του είναι αποστομωτική: «Ετσι μάθαμε εμείς».
Με αυτό το βιβλίο ο Στάινγκαρτ προσπαθεί ακριβώς να καταλάβει σε τι συνίσταται αυτό το «εμείς».
Γνωρίζοντας πως η απάντηση δεν είναι εύκολη, προσεγγίζει το ζήτημα παραθέτοντας τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του, χωρίς καμία φειδώ στην αυτοσαρκαστική του διάθεση. Κάθε σκηνή ισορροπεί στη λεπτή γραμμή μεταξύ γέλιου και συγκίνησης, ενώ πίσω από τις προτάσεις του χαρισματικού αφηγητή μπορεί κανείς να εντοπίσει τον απόηχο της εβραϊκής αυτοαναφορικότητας του Γούντι Αλεν και στοιχεία από τους ερωτομανείς χαρακτήρες του Φίλιπ Ροθ.
Παρότι δεν ακολούθησε τη συμβουλή του πατέρα του, που του είπε να μη γράψει τη «Μικρή αποτυχία» «σαν Εβραίος που μισεί τον εαυτό του», εκείνος καταφέρνει τελικά να συμφιλιωθεί με τους γονείς του. Το συγκινητικό τελευταίο κεφάλαιο βάζει τέλος στην κόντρα τους με τον πλέον παραστατικό τρόπο: ενώ στην αρχή κάθε κεφαλαίου συναντούμε μια φωτογραφία του Στάινγκαρτ συνοδευόμενη από μία αστεία φράση, κάτω από την τελευταία πρόταση βρίσκεται –χωρίς κανένα σχόλιο– μια πρόσφατη φωτογραφία των γονιών του που κάθονται απέναντί του και ποζάρουν χαμογελώντας.
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, Τέχνες και Γράμματα, 22.05.2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου